Στην πρόσφατη συνεδρίαση της Βουλής για την παροχή ψήφου εμπιστοσύνης στην κυβέρνηση, ο Κυριάκος Μητσοτάκης έψεξε τον Αλέξη Τσίπρα διότι ενώ ο ίδιος αγόρευε, εκείνος έπαιζε με το κινητό του. Οταν έλαβε ο Πρωθυπουργός τον λόγο, του ανταπέδωσε την παρατήρηση, σε σκωπτικότερο κάπως τόνο. «Αστειεύομαι, κύριε πρόεδρε» του είπε. «Μπορείτε να ασχολείσθε με ό,τι θέλετε…».
Ηχεί παράδοξο. Αμφότεροι βρίσκονταν στο επίκεντρο των γεγονότων. Δημιουργούσαν, για την ακρίβεια, την πολιτική επικαιρότητα, θέτοντας υποθήκες για το μέλλον. Και όμως. Αντί να παρακολουθούν απόλυτα συγκεντρωμένοι την ομιλία ο ένας του άλλου, ώστε να βρουν βέλη για τις φαρέτρες τους, το βλέμμα και των δύο παρέκκλινε προς την οθόνη των συσκευών που είχαν μπροστά τους.
Σερφάριζαν στο Διαδίκτυο; Ηλεγχαν τα εισερχόμενα μηνύματα; Δεν τολμώ να σκεφτώ πως πιθανόν να βελτίωναν το σκορ τους σε κάποιο ηλεκτρονικό παιχνίδι, από εκείνα που κατεβάζουν τα παιδιά μας κι εμείς –ενώ τα περιφρονούμε μπροστά τους –τους δίνουμε και καταλαβαίνουν κατά μόνας. Η κάμερα της τηλεόρασης φάνηκε διακριτική. Δεν ζούμαρε, δεν μας αποκάλυψε τι κέντριζε ακριβώς το ενδιαφέρον του Αλέξη, τι του Κυριάκου…
Ο αναμάρτητος πρώτος τον λίθον βαλέτω. Σίγουρα δεν είμαι εγώ εκείνος. Ούτε κανένας από όσους συναναστρέφομαι τακτικά ή περιστασιακά. Δεν μου έχει τύχει σε παρέα τα τελευταία δέκα χρόνια να μην παραδινόμαστε, ο ένας μετά τον άλλον, στη ρουφήχτρα που ονομάζεται σμαρτ-φόουν. Κάποιοι πιέζουν τον εαυτό τους και επιστρέφουν σχετικά σύντομα στη συντροφιά. Αλλοι χάνονται εντελώς στις ψηφιακές τους διαδρομές. Πρέπει να τους σκουντήξεις ότι το πάρτι σχόλασε, πως στην ταβέρνα ήρθε ο λογαριασμός, για να σηκώσουν έκπληκτοι τα μάτια σαν να ξυπνούν από βαθύ ύπνο, «κιόλας;» ρωτούν αθωότατα. Δεν χωρεί αμφιβολία πως μόλις μπουν στο ταξί ή ξεκλειδώσουν την πόρτα του σπιτιού τους, θα ξαναπέσουν με τα μούτρα στην ατέρμονη περιπλάνηση από ιστοσελίδα σε ιστοσελίδα, από πίστα σε πίστα.
Δεν πρόκειται για ένα κοινωνικό τικ, όπως το μάσημα της τσίχλας ή το «τάκα τάκα» –εάν θυμάστε –της δεκαετίας του 1970, δύο μπαλάκια τα οποία κρέμονταν με σπάγγο από το δάχτυλο του χρήστη και συγκρούονταν κάθε δευτερόλεπτο μεταξύ τους παράγοντας έναν διαπεραστικό ήχο –«σαν να καρφώνουν τον Χριστό στον σταυρό» έλεγε ο πατέρας μου –που οδήγησε τελικά την Αστυνομία να το απαγορεύσει.
Η ακαταμάχητη έλξη που μας ασκούν τα κομπιούτερ χειρός –τα οποία καταχρηστικά αποκαλούμε κινητά τηλέφωνα –οδηγεί σε ένα ασφαλές συμπέρασμα: ο άνθρωπος στην αυγή της τρίτης χιλιετίας μ.Χ. είναι ακράδαντα πεπεισμένος πως ό,τι έχει σημασία, χάζι, ομορφιά συμβαίνει πάντοτε κάπου αλλού. Πως το απτό εδώ και τώρα μονίμως υπολείπεται σε ενδιαφέρον. Και ας το γνωρίζει κατά βάθος –και ας το έχει διαπιστώσει -, ότι εάν έρχονταν στο τραπέζι οι φίλοι με τους οποίους συνομιλεί στο Φέισμπουκ, διόλου δεν θα άναβε το κέφι. Κάθε άλλο παρά θα απογειωνόταν η συναναστροφή. Η υπεροχή τους έγκειται ακριβώς στο ότι είναι σωματικά απόντες.
Οι θεολόγοι του Μεσαίωνα πιθανόν να θριαμβολογούσαν. «Χάρη στην ψηφιακή επανάσταση», να ισχυρίζονταν, «το πνεύμα κατατρόπωσε την ύλη. Οι άνθρωποι απαρνήθηκαν τον σάρκινο εαυτό τους. Τα χειροκροτήματα έγιναν λάικ, τα φιλιά και τα χάδια διαδικτυακές καρδούλες, οι οποίες δεν μεταδίδουν –συν τοις άλλοις –και μικρόβια. Οταν, αντί να τρώμε και να πίνουμε, θα φορτίζονται απλώς ο εγκέφαλος και τα δάχτυλά μας ώστε να πληκτρολογούν, η ευλογημένη εξαΰλωσή μας θα τείνει προς την ολοκλήρωσή της».
Πρόκειται προφανώς για σόφισμα. Προσηλωμένοι στο κινητό μας δεν κολυμπάμε σε έναν θαυμαστό καινούργιο –άυλο έστω –κόσμο. Διασκεδάζουμε απλώς τη βαθιά πλήξη μας πηδώντας διαρκώς από το ένα θέαμα ή ακρόαμα στο άλλο. Χαζεύουμε τι φορούσε η πριγκίπισσα της Αγγλίας στον γάμο της. Ακούμε αμέσως έπειτα την πρώτη στροφή από το καινούργιο τραγούδι του Φοίβου Δεληβοριά, για να επιστρέψουμε φουριόζοι στις ειδήσεις, να πληροφορηθούμε πρώτοι εμείς αν γκρέμισε κανένας φούρνος… Σχεδόν όλα μάς κεντρίζουν το ενδιαφέρον. Σχεδόν τίποτα δεν μπορεί να το διατηρήσει. Βαριόμαστε αφόρητα. Και όποιος βαριέται τους πάντες και τα πάντα βαριέται στην ουσία τον εαυτό του. Απ’ τον εαυτό του προσπαθεί απεγνωσμένα να ξεφύγει, είτε απολαμβάνει αίγλη πρωθυπουργού είτε διαβάζει για να δώσει Πανελλαδικές.
Είμαστε –για να παραφράσω τον τίτλο της σπουδαίας ταινίας των αδελφών Κόεν –οι άνθρωποι που δεν είναι ποτέ εκεί.