Λίγες ώρες πριν από τις μοιραίες εκλογές στην Τουρκία η κατάσταση έχει ως εξής. Από εκλογική άποψη, ο Ερντογάν έχει χάσει εδώ και πολύ καιρό∙ στην πραγματικότητα από τις 7 Ιουνίου του 2015, όταν το καθεστώς του αποδοκιμάστηκε για πρώτη φορά από την πλειοψηφία των ψηφοφόρων σε κοινοβουλευτικές εκλογές. Από πολιτική άποψη, έχει χάσει από το 2013, μετά το ανελέητο τέλος που δόθηκε στις διαμαρτυρίες για το πάρκο Γκεζί και την αποκάλυψη των κατηγοριών για μαζική διαφθορά με εμπλεκόμενο το άμεσο περιβάλλον του (επί του οποίου μια δικαστική υπόθεση μόλις ολοκληρώθηκε στις ΗΠΑ για παραβίαση των κυρώσεων εΙς βάρος του Ιράν).
Μπορεί όμως ο Ερντογάν να παραδώσει οικειοθελώς το αξίωμα έπειτα από μια εκλογική ήττα; Η απάντηση σε αυτό το ελάχιστο χαρακτηριστικό της οποιασδήποτε δημοκρατίας είναι «όχι» στη σημερινή Τουρκία.
Ο Ερντογάν θα κερδίσει και πάλι γιατί δεν έχει την πολυτέλεια να χάσει.
Το ΑΚΡ ανήλθε στην εξουσία με εκλογές· το καθεστώς του δεν θα φύγει με εκλογές. Αν το κάνει, όλοι οι αξιωματούχοι, αρχής γενομένης από τον Ερντογάν καθώς και ένα μαζικό δίκτυο ενθουσιωδών υποστηρικτών του καθεστώτος, θα βρεθούν στο Ανώτατο Δικαστήριο υπερασπιζόμενοι τις αναρίθμητες παράνομες και αντισυνταγματικές τους πράξεις. Αυτό είναι ξεκάθαρο.
Επιπλέον, λόγω του ρόλου του καθεστώτος στον συριακό εμφύλιο πόλεμο, η απαγγελία κατηγοριών από το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο θα είναι πάντα η δαμόκλειος σπάθη τους.
Ο Ερντογάν λοιπόν μοιάζει αποφασισμένος να μην αφήσει τίποτα στην τύχη, να κάνει ό,τι είναι δυνατόν προκειμένου να κερδίσει.
Αναλογιστείτε αυτά τα δεδομένα και αποφασίστε μόνοι σας αν οι εκλογές μπορεί να χαρακτηριστούν ελεύθερες και δίκαιες. Θα διεξαχθούν κάτω από καθεστώς έκτακτης ανάγκης∙ η προβολή της αντιπολίτευσης εμποδίζεται με κάθε τρόπο∙ η Εκλογική Επιτροπή τελεί υπό τον αυστηρό έλεγχο του καθεστώτος, το ίδιο και τα εκλογικά τμήματα και οι 181.863 κάλπες∙ το όριο του 10% που απαιτείται για την είσοδο ενός κόμματος στο Κοινοβούλιο εξακολουθεί να ισχύει∙ τα ΜΜΕ είναι απόλυτα ελεγχόμενα∙ μια σειρά από εκλογικές δωροδοκίες βρίσκεται σε εξέλιξη που συμπεριλαμβάνει την τεράστια πλειοψηφία του πληθυσμού (για παράδειγμα, ένα μπόνους 375 ευρώ για 12 εκατομμύρια συνταξιούχους, μία αμνηστία για 13 εκατομμύρια παράνομα οικοδομημένα κτίρια, μία αμνηστία για περιουσιακά στοιχεία που επαναπατρίζονται από το εξωτερικό, μία μείωση του φόρου καυσίμων, μειώσεις του ΦΠΑ ακινήτων)∙ ο εθνικισμός και η εθνική υπερηφάνεια επιδεινώνονται στη χώρα και απέναντι στους γείτονες.
Αλλά το ζωτικό συστατικό των εκλογικών μηχανορραφιών του καθεστώτος είναι η διασφάλιση, μέσω εκτεταμένης εκλογικής νοθείας και βίας, ότι το φιλοκουρδικό HDP θα σπρωχτεί κάτω από το όριο του 10% ώστε να κερδίσει αυτό μαθηματικά κάπου 60 επιπλέον βουλευτές και να διασφαλίσει την απόλυτη πλειοψηφία στο Κοινοβούλιο. Θα το μάθουμε αύριο ή το αργότερο στις 8 Ιουλίου αν οι προεδρικές εκλογές πάνε σε δεύτερο γύρο. Ας ρίξουμε όμως μια ματιά σε όσα είναι πιθανόν να συμβούν μετεκλογικά.
Σε προηγούμενο άρθρο μου στα «ΝΕΑ» τέλη Απριλίου έγραφα τα εξής: «Ο Ερντογάν έχει την ψευδαίσθηση ότι θα μπορέσει να αποκαταστήσει την κανονικότητα με μια ακόμη πιο ισχυρή εξουσία. Και ο λεγόμενος συνασπισμός της αντιπολίτευσης, που δεν έχει άλλη πολιτική εκτός από το να αντιτίθεται στον Ερντογάν, ισχυρίζεται ότι αν νικήσει ένας άλλος υποψήφιος η κατάσταση θα βελτιωθεί σημαντικά.
Λάθος! Γιατί ο νέος πρόεδρος θα κληρονομήσει θεσμικά ερείπια. Κρατικοί θεσμοί όπως η Ακαδημία, η Δημόσια Διοίκηση, ο Στρατός, η Διπλωματία, το Δικαστικό Σώμα και το Υπουργείο Οικονομικών καταστρέφονται καθημερινά επί διακυβέρνησης Ερντογάν, ιδιαίτερα τα τέσσερα τελευταία χρόνια».
Πράγματι, η Τουρκία εξελίσσεται γρήγορα σε μία μη διαχειρίσιμη χώρα όποιο και αν είναι το αποτέλεσμα των εκλογών. Καταρχήν, η κυβέρνηση Ερντογάν έχει συσσωρεύσει με τα χρόνια οικονομικά σφάλματα, έχει αποφύγει τις βαθιές μεταρρυθμίσεις και έχει καταλήξει να κάνει την Τουρκία εξαρτημένη από τα υψηλά επιτόκια προκειμένου να συνεχίσει να προσελκύει κερδοσκοπικά κεφάλαια ώστε να κρατήσει στη ζωή την οικονομία και να καλύψει τα ελλείμματα. Η έλλειψη σωστής επενδυτικής ασφάλειας, η εκτόξευση της ανεργίας, η περιορισμένη ανάπτυξη που βασίζεται μόνο στις δαπάνες για υποδομές – ενέργεια – εσωτερική κατανάλωση, η αδύναμη έρευνα και ανάπτυξη, ένα θλιβερό εκπαιδευτικό σύστημα, ένα πολύ φτωχό μερίδιο των εξαγωγών υψηλής τεχνολογίας στις εξαγωγές βιομηχανικών προϊόντων (2%), η έλλειψη φυσικών πόρων, το χαμηλό ποσοστό αποταμίευσης, ένα παρωχημένο φορολογικό σύστημα, η σταδιακή εξάντληση των άμεσων ξένων επενδύσεων και τώρα μια σοβαρή διαρροή εγκεφάλων (brain-drain), όλα αυτά τα δομικά προβλήματα φτιάχνουν ένα εκρηκτικό κοκτέιλ.
Επιτρέψτε μου να παραθέσω κάποια στοιχεία που πιστοποιούν αυτές τις δομικές ασθένειες.
Τους τελευταίους 12 μήνες, η οικονομία αναπτύχθηκε με ρυθμό σχεδόν 8%, ταυτόχρονα όμως τα ασφάλιστρα κινδύνου (CDS) αυξήθηκαν από το 187 στο 320 στα τέλη της περασμένης εβδομάδας, υψηλότερα από το 317 της Ελλάδας. Το εξωτερικό χρέος στο τέλος του 2017 ήταν 390 δισεκατομμύρια ευρώ, το 70% από αυτό ιδιωτικό∙ και το εσωτερικό χρέος έφτανε τα 104 δισεκατομμύρια ευρώ. Μαζί, αντιστοιχούν στο 70% του ΑΕΠ. Ο πληθωρισμός, τα επιτόκια, το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών, ο δείκτης χρέους, το δημοσιονομικό έλλειμμα, όλοι οι σημαντικοί δείκτες ανεβαίνουν και η λίρα πέφτει. Παρότι η Τουρκία έκλεισε το τελευταίο πρόγραμμα του ΔΝΤ το 2008, σήμερα βρίσκεται μόλις λίγα βήματα μακριά από την ανάγκη μιας νέας δανειακής συμφωνίας με το ΔΝΤ.
Η τουρκική οικονομία είναι θεμελιωδώς μη βιώσιμη και στο χείλος της κατάρρευσης όποιος και αν κερδίσει τις εκλογές. Επιπλέον της δεινής οικονομικής κατάστασης, μη βιώσιμη μοιάζει και η συνεχιζόμενη επιθετική εξωτερική πολιτική. Εχθρότητα στο Ιράκ, στρατιωτική κατοχή στη Συρία, συνολικά αντικουρδική στάση παντού, βεντέτα με την Κύπρο για την αναζήτηση υδρογονανθράκων και με την Ελλάδα για τα κυριαρχικά δικαιώματα στο Αιγαίο, συνολικά κακές σχέσεις με τους γείτονες καθώς και τους παραδοσιακούς δυτικούς συμμάχους… Το καθεστώς της Αγκυρας έχει πολλά καρπούζια κάτω από τη μασχάλη. Σε αυτά θα έπρεπε να προσθέσει κανείς την ωρολογιακή βόμβα των σύρων προσφύγων στην Τουρκία και των εκατοντάδων χιλιάδων τζιχαντιστών που έχουν στριμωχτεί στα συροτουρκικά σύνορα.
Τέλος, ο κίνδυνος της εσωτερικής σύγκρουσης είναι μεγαλύτερος από ποτέ. Η τουρκική κοινωνία είναι βαθιά διχασμένη και η πόλωση δεν εντοπίζεται μόνο σε ένα ρήγμα. Θεοσεβείς εναντίον κοσμικών, σουνίτες εναντίον αλεβιτών, Τούρκοι εναντίον Κούρδων, ερντογανικοί εναντίον του υπόλοιπου πληθυσμού! Σε περίπτωση νίκης του Ερντογάν, υπάρχει επίσης μεγάλη πιθανότητα σημαντικής εξόδου μετά την κατάρρευση των εσωτερικών ρηγμάτων.
Για να μπορέσει να κυβερνήσει με πολύ λιγότερη στήριξη ο Ερντογάν θα χρειαζόταν σκληρότερες πολιτικές από ό,τι σήμερα. Οσο για την αντιπολίτευση, δεν διαφέρει και πολύ. Επειτα από μια αρχική «φιλελευθεροποίηση» και αντιερντογανικές πολιτικές, οι νέοι κυβερνήτες μπορεί να βρεθούν σε κρίσιμες συγκυρίες αναγκασμένοι να επιβάλουν ένα φονικό οικονομικό πρόγραμμα υπό την αιγίδα του ΔΝΤ και αυστηρότερες δημόσιες πολιτικές ώστε να καθαρίσουν τα συντρίμμια και να αποκαταστήσουν τους κρατικούς θεσμούς. Το μόνο άγνωστο κομμάτι της ιστορίας είναι το πότε θα ξεκινήσει η καταστροφή.
Ο Τζενγκίζ Ακτάρ είναι τούρκος καθηγητής Πολιτικών Επιστημών και διδάσκων στο Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα Γεωπολιτικής – Γεωστρατηγικής του Τμήματος Τουρκικών Σπουδών του ΕΚΠΑ