Οταν ήταν να αποφασίσουν οι Γερμανοί τον πόλεμο, υψηλόβαθμος Ναζί αναρωτήθηκε σε μια σύσκεψη πώς θα κυβερνήσουν τόσες χώρες που θα κατακτούσαν. Και ο Αλφρεντ Ρόζενμπεργκ, υπεύθυνος για τα ιδεολογικά του κόμματος, είπε: «Υπάρχουν σε κάθε χώρα αρκετά ιδιοτελή καθάρματα που θα συνεργαστούν πρόθυμα μαζί μας». Και είχε δίκιο: βρήκαν ενθουσιώδεις δωσίλογους παντού, κάτι που συμβαίνει μονίμως στην Ιστορία –ο Β’ Παγκόσμιος δεν αποτέλεσε εξαίρεση σχετικά με τη συχνότατα ποταπή ανθρώπινη φύση.
Ισως η πιο θεαματική περίπτωση, όπως γνωρίζουν αρκετοί αλλά αξίζει να ξαναθυμόμαστε πάντα (αντί να γράψω για το Μακεδονικό), ήταν ο Εβραίος «Πρόεδρος του γκέτο του Λοντζ». Μετά την συμφωνία Ναζί – Σοβιετικών του 1939, οι δύο εισέβαλαν από κοινού στην Πολωνία και την διαμέλισαν. Η πιο σημαντική πόλη μετά τη Βαρσοβία ήταν το Λοντζ, όπου οι Γερμανοί τον Απρίλιο του ’40 έφτιαξαν γκέτο εγκλείοντας μέσα περί τους 165.000 Εβραίους. Τοποθέτησαν επικεφαλής ένα συμβούλιο τριάντα ενός Εβραίων με πρόεδρο τον Μοντερχάι Λάιμ Ρουμκόφσκι, που ήταν τότε ασφαλιστής, διευθυντής κάποιου ορφανοτροφείου. Διέκριναν πάνω του τις ικανότητες και το τάλαντο ενός ιδανικού δωσίλογου και ο Ρουμκόφσκι δεν τους απογοήτευσε καθόλου. Σύντομα κάρφωσε όλο το συμβούλιο των τριάντα ενός ότι δεν υπακούουν απόλυτα στις διαταγές του και οι Ναζί τους εκτέλεσαν άπαντες, αντικαθιστώντας τους με καινούργιους, αρκούντως υποτακτικούς που θα έκαναν μέχρι και κωλοτούμπες για να επιβιώσουν. Στη συνέχεια ο Ρουμκόφσκι διόρισε μέλη της οικογένειάς του, φίλους και αυλικούς σε ανώδυνες εργασίες και θέσεις για να περνούνε καλά, ενώ φερόταν με ανελέητη βαναυσότητα στους υποκάτω –μετέτρεψε το γκέτο σε ισχυρότατη μονάδα παραγωγής πολεμικού υλικού για τους στρατιώτες της Βέρμαχτ. (Μάλλον θα έβγαζε και πλεόνασμα). Ο ίδιος ζούσε σαν άρχοντας, κυκλοφορούσε με ακριβή άμαξα και ήταν απόλυτα δουλικός απέναντι στους Γερμανούς, οι οποίοι αφενός τον επαινούσαν αφειδώς, ενώ ταυτόχρονα τον ειρωνεύονταν μεταξύ τους ανελέητα: ένας δοτός, σαλταρισμένος βασιλιάς που απλώς έκανε delivery των διαταγών τους με απέραντη προθυμία. Το μότο του ήταν: «Είμαι πάντα δέκα λεπτά μπροστά από οποιαδήποτε γερμανική εντολή». Οξυδερκής άνθρωπος. Εφτασε στο σημείο να βγάλει και δικό του νόμισμα στο γκέτο, το περίφημο «Ρούμκιν» –απ’ το όνομά του.
Το 1941 έγιναν κάποιες στάσεις εργασίας στο γκέτο με αίτημα καλύτερες συνθήκες και φαγητό και ο Ρουμκόφσκι έστειλε τα Ες Ες και την κατέστειλαν με πολλούς νεκρούς και τραυματίες, βεβαίως –διότι όφειλε να υπηρετήσει τη σταθερότητα. Τέλη Ιανουαρίου του 1942, οι Γερμανοί ζήτησαν 10.000 Εβραίους να τους μεταφέρουν για εκτέλεση στο στρατόπεδο του Χέλμνο και ο Ρουμκόφσκι τους έδωσε με αξιέπαινη για τους Ναζί (νά τοι, πάλι, οι έπαινοι) προθυμία. Τον Απρίλιο οι αφέντες ζήτησαν άλλους 34.000 και τον Σεπτέμβριο άλλους 26.000 και ο «πρόεδρος» τους έστειλε με επαγγελματική συνέπεια στα κρεματόρια. Ισως και σε αυτή την περίπτωση να βρισκόταν μπροστά από τις επιθυμίες των Γερμανών ώστε να τους είναι ευάρεστος. Η αποθέωση προέκυψε τον Σεπτέμβριο που, μαζί με την φουρνιά των 26.000, έβγαλε έναν λόγο που θεωρείται από τους πιο επαίσχυντους στην Ιστορία, ζητώντας από τους ομόθρησκούς του στο γκέτο να παραδώσουν τα παιδιά τους και τους γέροντες άνω των 65 ετών με προορισμό την εξόντωση στο Αουσβιτς. Εγινε κλαυθμός και οδυρμός. Τα παιδιά αποχωρίστηκαν τους γονείς τους, αποσπάστηκαν βιαίως οι ηλικιωμένοι και τους φόρτωσαν στα βαγόνια. (Διότι ο πρόεδρος όφειλε να υπηρετήσει επιμελώς την Τάξη στην περιοχή).
Τέλη του 1944 και στο γκέτο του Λοντζ είχαν επιβιώσει λίγοι Εβραίοι και μαζί με αυτούς και ο Ρουμκόφσκι, ο οποίος προφανώς ήλπιζε να γλιτώσει έπειτα από τόση υποταγή και ύστερα από τόσους επαίνους των κατακτητών. Αλλά στον τελευταίο συρμό και στο έσχατο βαγόνι (ειδικά διαμορφωμένο) φόρτωσαν και τον ίδιο με προορισμό το Αουσβιτς. Προφανώς ακόμα δεν θα ανησυχούσε ο «πρόεδρος» και σίγουρα θα περίμενε ειδική μεταχείριση ύστερα από τόσες υπηρεσίες που πρόσφερε. Αλλά, σύμφωνα με μαρτυρίες, μόλις αποβιβάστηκαν στο Αουσβιτς κάποιοι Εβραίοι που ήταν στο ίδιο τρένο πληροφόρησαν ένα Sonderkommando (ομάδα κρατουμένων που μετέφεραν τις σορούς των εξοντωμένων) για την άμεση ευθύνη του Ρουμκόφσκι στον σχεδόν ολοκληρωτικό αφανισμό των ομοθρήσκων τους του γκέτο, τα καμώματα, το σύνδρομο μεγαλείου, τον κυνισμό και την υποταγή, την αλαζονεία και την δουλικότητά του. Το Sonderkommando τον έπιασε, αλλά δεν τον εκτέλεσε διαμιάς, παρά τον σκότωσε ταπεινωτικά με ανελέητο ξυλοδαρμό.
Ο Ρουμκόφσκι δεν είναι ιδιαίτερα ασυνήθιστη περίπτωση –αρκετοί έχουν υπηρετήσει προκλητικά ξένες δυνάμεις κατοχής, εξάρτησης, ή δήθεν διεθνισμού, στο όνομα της τάξης, της επανάστασης, της σταθερότητας, της θρησκείας, ή με άλλα προσχήματα, εις βάρος της χώρας τους και των βουλήσεων του λαού τους. Ρητορική, δικαιολογίες κι ευφημισμοί υπάρχουν για τους πάντες. Και πριν και εκ των υστέρων. Αλλά στο τέλος έρχεται η Νέμεση. Οχι πάντα, αλλά συνήθως.
Το καθόλου ξεχωριστό με τον Ρουμκόφσκι ήταν ότι πίστεψε πως ήταν Μεσσίας –ενώ ήταν ένας υπάκουος ουραγκοτάγκος με στολή ναυάρχου. Και ένα εμβληματικό, αιώνιο πρότυπο προς αποφυγήν.
Ο επιζήσας ιταλοεβραίος συγγραφέας Πρίμο Λέβι γράφει στο βιβλίο του «Αυτοί που βούλιαξαν κι αυτοί που σώθηκαν» (εκδόσεις Αγρα) πως όταν γύρισε από το Αουσβιτς ανακάλυψε στην τσέπη του ένα κέρμα από ελαφρύ κράμα, που είχε βρει πεταμένο στο στρατόπεδο. Ηταν ένα Ρούμκιν, το νόμισμα που είχε βγάλει στο γκέτο του Λοντζ ο Ρουμκόφσκι, τον οποίο αποκαλεί «καθωσπρέπει ηλίθιο, ιδεώδες κορόιδο». Και συμπληρώνει: «Ωθήθηκε σε αυτό τον δρόμο απ’ τους γερμανούς κυρίους του οι οποίοι τον περιγελούσαν, βέβαια, αλλά εκτιμούσαν το ταλέντο του, τού καλού διοικητή και ανθρώπου της τάξης».
Πριν τους τελευταίους συρμούς ο Ρουμκόφσκι είχε παραγγείλει να φτιάξουν γραμματόσημο με αποτυπωμένο το κεφάλι του στεφανωμένο απ’ τις ακτίνες της Πίστης και της Ελπίδας. (Ρε, μανία, όλοι, με την Ελπίδα). Αλλά η Ελπίδα, τελικά και ως συνήθως, δεν ήρθε.