Βλέποντας κάποιος παρατυχών τόσους νταγλαράδες να ολοφύρονται και να μοιρολογούν την περασμένη Τετάρτη το απόγευμα πάνω από ένα ανοικτό φέρετρο στο Kοιμητήριο της Καισαριανής, θα πίστευε πως θρηνούσαν για τον χαμό του πατέρα τους…
Αυτό ακριβώς συνέβη: οι παίκτες της θρυλικής εθνικής ομάδας του ’87 έκλιναν ευλαβικά το γόνυ και με πόνο ψυχής έλεγαν το ύστατο «χαίρε» σε εκείνον ο οποίος υπήρξε όντως ο πατέρας τους. Ή, εν πάση περιπτώσει, τους παραστάθηκε και τους κουλάντρισε στα καλύτερα χρόνια της ζωής τους, σαν να ήταν ο πατέρας τους…
«Ειδικά για εμένα που με πήρε παιδί 18 ετών και με έβαλε στην Εθνική ήταν κάτι παραπάνω από πατέρας μου» έλεγε βουρκωμένος ο Φάνης Χριστοδούλου, διερμηνεύοντας τα συναισθήματα όλων των συμπαικτών του, την ώρα που το μπάσκετ, ο αθλητισμός και ολόκληρη η ελληνική κοινωνία αποχαιρετούσαν τον άνθρωπο ο οποίος οδήγησε την Εθνική στον θρόνο της Ευρώπης και την έκανε «επίσημη αγαπημένη» ενός ολόκληρου λαού.
Σε τούτη την τελευταία τσάρκα του στα πέριξ, συνοδευόμενος από τα βιολογικά, μα και από τα υιοθετημένα παιδιά και… εγγόνια του (την τωρινή εθνική ομάδα, με επικεφαλής τον αρχηγό Γιάννη Μπουρούση), ο Κώστας Πολίτης βγήκε σκεβρωμένος και όχι ευθυτενής και λεβέντης, όπως στα νιάτα του, όταν απέκτησε το προσωνύμιο Τσολιάς. Βγήκε όμως υπερήφανος και ασφαλώς από τα βασιλεμένα βαθιά μάτια του (όπως λέει και ο Λευτέρης Παπαδόπουλος στον στίχο του τραγουδιού «Σαββατόβραδο στην Καισαριανή») θα έτρεχαν δάκρυα, όπως το βράδυ της 7ης Ιουνίου του ’87…
Τότε, μετά τον αγώνα με τη Γαλλία, στο ημίχρονο του οποίου είχε κατεβάσει μαζεμένες δύο ασπιρίνες για να διώξει τη θολούρα και τον πονοκέφαλο, γύρισε στο δωμάτιό του στο ξενοδοχείο John’s και αντίκρισε μπροστά του τη μάνα του που ήταν κλινήρης στο σπίτι της έπειτα από έναν σοβαρό τραυματισμό και οι γιατροί τής είχαν απαγορεύσει διά ροπάλου όχι απλώς να βγαίνει, αλλά ακόμη και να σηκώνεται από το κρεβάτι της!
«Μάνα, τι γυρεύεις εσύ εδώ;» τη ρώτησε βουρκωμένος κι αμέσως χώθηκε στην αγκαλιά της, σε μια σκηνή που τον έκανε να δακρύζει κάθε φορά που την ανακαλούσε στη θύμησή του, ακόμη και ύστερα από τριάντα χρόνια…
Ο ευρωκόουτς πήρε τον δρόμο που δεν έχει γυρισμό προς τη μακαρία οδό και αναπαύεται πια στη γειτονιά του, την οποία δεν εγκατέλειψε ποτέ: στο παλιό του στέκι, πίσω απ’ το μαγέρικο του Ντελή Βοριά, όπως τραγούδαγε ο Μπιθικώτσης…
Εκεί, στην οδό Δαμάρεως 10, είχε ακόμη το ασφαλιστικό γραφείο του και πήγαινε καθημερινά για να εισπνεύσει τις παλιές αγαπημένες μυρωδιές, ανακατεμένες με τις αναμνήσεις μιας ζωής που του πρόσφερε όλες τις γεύσεις: και του νέκταρος την άγια νύχτα της 14ης Ιουνίου του ’87 και του κώνειου το 1970, όταν η χούντα τον εξανάγκασε να σταματήσει το μπάσκετ, σε ηλικία 28 ετών, και συνάμα τον έδιωξε κιόλας από τη δουλειά του στον ΟΤΕ λόγω των αριστερών πολιτικών φρονημάτων του…
Παρεμπιπτόντως αυτόν τον άνθρωπο βγήκε να κατηγορήσει πριν από δύο χρόνια ο τότε υφυπουργός Αθλητισμού Σταύρος Κοντονής, με αφορμή τις ενστάσεις του Πολίτη για τη μετονομασία του ΟΑΚΑ σε Γήπεδο Νίκος Γκάλης…
Εναν χρόνο μετά τον θρίαμβο στο Ευρωμπάσκετ, η Λίνα Νικολακοπούλου, ο Σταμάτης Κραουνάκης και η Τάνια Τσανακλίδου χάρισαν στον Πολίτη το αγαπημένο του τραγούδι: τις «Μοίρες», που για τον 76χρονο προπονητή πράγματι σχολάσανε τα ξημερώματα της περασμένης Δευτέρας, λες και ήταν γραφτό στο πεπρωμένο του να ζει και να πεθαίνει κάθε Ιούνιο!
Ιούνιο του 2018 αναπαύθηκε, Ιούνιο του 2016 πλακώθηκε με τον Κοντονή, Ιούνιο του 1987 μπήκε στο made in Greece διαστημόπλοιο και προσεδαφίστηκε στο φεγγάρι, Iούνιο του 1982 γύρισε από τη Λισαβόνα μετά το επίσημο ντεμπούτο του στον πάγκο της Εθνικής, με την πρόκριση στο Ευρωμπάσκετ της επόμενης χρονιάς.
Μερικές μέρες νωρίτερα ο Πολίτης είχε αναλάβει με… πραξικοπηματικό τρόπο την τεχνική ηγεσία της Εθνικής. Μετά τη Βαλκανιάδα της Κωνσταντινούπολης, όπου η Εθνική γνώρισε τέσσερις ήττες σε ισάριθμα ματς, ο τότε έφορός της Χρυσόστομος Δεινόπουλος υπέβαλε στο ΔΣ της ΕΟΚ την έκθεση του προπονητή Θέμη Χολέβα που εισηγούνταν να διωχθούν όλοι οι παίκτες, εκτός από τον Γκάλη και τον Γιαννάκη!
Η διοίκηση θορυβήθηκε από αυτή την πρόταση, σχόλασε αμέσως τον Χολέβα και με συνοπτικές διαδικασίες ανέθεσε το πηδάλιο στον Πολίτη. Εκείνη την εποχή ο παλαίμαχος παίκτης της Νήαρ Ηστ και του Παναθηναϊκού βρισκόταν στον πάγκο των Πρασίνων και ο γενικός γραμματέας της ΕΟΚ Γιώργος Βασιλακόπουλος, που είχε υπάρξει συμπαίκτης του και οι δυο τους συνδέονταν με μακρόχρονη φιλία, δεν έχασε την ώρα του.
Του τηλεφώνησε στο ασφαλιστικό γραφείο του και του είπε μια κουβέντα: «Λοιπόν, Κώστα, στις έξι το απόγευμα να είσαι στο γήπεδο του Πανελληνίου για την προπόνηση της Εθνικής. Θα σε δω εκεί»!
Και να ήθελε να πει δεύτερη κουβέντα, πολλώ δε μάλλον να αρνηθεί, ο Πολίτης δεν πρόλαβε. Ο Βασιλακόπουλος είχε ήδη κλείσει το τηλέφωνο και όντως το απόγευμα ο Πολίτης έβαλε μια φόρμα και κατέβηκε από την Καισαριανή στην οδό Μαυρομματαίων για να προπονήσει μια καταρρακωμένη ομάδα που πέντε χρόνια αργότερα θα εκτοξευόταν στον έβδομο ουρανό, εκπληρώνοντας τους ανομολόγητους καημούς και τους μυστικούς πόθους ενός ολόκληρου λαού.
Δώδεκα ημέρες αργότερα, έκανε το ντεμπούτο του στο τουρνουά του Πετς, με αντίπαλο την Ουγγαρία, και όλα τα υπόλοιπα είναι όχι απλώς Ιστορία, αλλά μυθολογία –ευτυχώς, υπήρξε τόσο γενναιόδωρος και δοτικός, που δεν την πήρε μαζί του σαν μυστικό στον τάφο του…