Κυριακή 24 Ιουνίου 2018. Η Τουρκία ψηφίζει βουλή και πρόεδρο. Επί σειρά ετών στις εκλογικές αναμετρήσεις, από το 2002 και μετά που ο Ταγίπ Ερντογάν κέρδισε για πρώτη φορά την εξουσία, ως ο εκφραστής του μετριοπαθούς πολιτικού Ισλάμ, οι κεμαλιστές και δη το Ρεπουμπλικανικό Λαϊκό Κόμμα, η αξιωματική αντιπολίτευση, επιχειρούσαν να αντιτάξουν το επιχείρημα του κοσμικού κράτους.
Σίγουρα ο Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ με την ίδρυση της Τουρκικής Δημοκρατίας επιχείρησε τη δημιουργία ενός κράτους στα πρότυπα των δυτικών δημοκρατιών. Στόχος του κεμαλισμού ήταν να αντικαταστήσει το Ισλάμ με τον τουρκικό εθνικισμό, για να καταστρέψει τα δεσμά της νέας γενιάς με το παρελθόν της θεοκρατικής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Παρά τις προσπάθειες των πρώτων μεταρρυθμιστών αποδεικνύεται ότι τελικά η εκκοσμίκευση της Τουρκίας δεν ήταν ποτέ πλήρης. Οι διάδοχοι του Κεμάλ, μάλιστα, δεν δίστασαν να βάλουν το Ισλάμ από το παράθυρο, ως αντίπαλο δέος στον «κομμουνιστικό κίνδυνο».
Η αρχή έγινε όταν το Δημοκρατικό Κόμμα του Μεντερές, το ’50, προχώρησε σε χαλάρωση του πλαισίου για το Ισλάμ, με αποτέλεσμα να βρουν χώρο για να αναπτυχθούν θρησκευτικές δραστηριότητες. Το πραξικόπημα του 1960 επιχείρησε να βάλει φρένο αλλά η αρχή είχε γίνει με αποτέλεσμα το Ισλάμ να συνεχίσει να αποτελεί μία κοινωνική και πολιτισμική πραγματικότητα με σημαντικότατο πολιτικό αντίκρισμα. Ο Ντεμιρέλ συμμάχησε με το Ισλάμ δίνοντας «πολιτική στέγη» και προστασία με αντάλλαγμα ψήφους, ενώ το 1972 ιδρύεται το Κόμμα Εθνικής Σωτηρίας του Νετζμετίν Ερμπακάν, η πρώτη αυτόνομη πολιτική έκφραση του Ισλάμ στην Τουρκική Δημοκρατία.
Μετά το στρατιωτικό πραξικόπημα του 1980 και την αποκατάσταση του κοινοβουλευτισμού, ο Τουργκούτ Οζάλ ιδρύει το Κόμμα της Μητέρας Πατρίδας, κάνοντας μεγάλο άνοιγμα στο Ισλάμ. Τότε καταργούνται το σύνολο των νομικών εμποδίων για τη δραστηριοποίηση του Ισλάμ, επιζητώντας μάλιστα κατά κάποιον τρόπο τον συνδυασμό σε ένα καθεστώς των μετριοπαθών ισλαμικών αρχών του οικονομικού νεοφιλελευθερισμού και των δεσμών με τη Δύση. Τότε πραγματοποιείται και η μαζική διείσδυση ισλαμιστών στον κρατικό μηχανισμό.
Οι μετά τον Κεμάλ ηγεσίες της Τουρκίας άνοιξαν την πόρτα του κρατικού μηχανισμού στους ισλαμιστές. Το κουρδικό αποσχιστικό κίνημα αποτέλεσε ακόμα μία αφορμή για τη συγκεκριμένη εξέλιξη, αφού υπήρξε συμμαχία του κυρίαρχου καθεστώτος με το Ισλάμ εναντίον του κουρδικού αντάρτικου. Η θρησκεία χρησιμοποιήθηκε σε μεγάλο βαθμό και για τον έλεγχο των Κούρδων, με στόχο να ανακοπεί η εθνική τους χειραφέτηση, αφού το πολιτικό Ισλάμ είχε και έχει μεγάλη απήχηση στους Κούρδους, σε αντίθεση με τα κόμματα που πρεσβεύουν τον κεμαλισμό, τα οποία αντιπροσωπεύουν τις δυνάμεις που επιχείρησαν να τους εξαφανίσουν.
Ο θάνατος του Οζάλ και η διαδοχή του από τον Γιλμάζ βάζει τέλος στο σχέδιο συνύπαρξης ισλαμιστών και κοσμικών. Το ισλαμικό Κόμμα Ευημερίας, του Ερμπακάν, που είναι η συνέχεια του Κόμματος Εθνικής Σωτηρίας, ενισχύεται και από εκεί προέρχεται και ο Ερντογάν.
Το 1997 οι κεμαλιστές βλέπουν την ενίσχυση των ισλαμιστών και αποφασίζουν να στραφούν εναντίον τους, με εκκαθαρίσεις στον κρατικό μηχανισμό, ενώ τίθεται εκτός νόμου και το κόμμα του Ερμπακάν. Τότε ιδρύεται το Κόμμα Αρετής, που επίσης τίθεται εκτός νόμου και στη θέση του δημιουργείται το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης με αρχηγό τον Ερντογάν.
Αξίζει να σημειωθεί ότι το κόμμα του Ερντογάν κέρδισε την εξουσία το 2002, όχι μόνο χάρη στο Ισλάμ αλλά και γιατί υποστήριξε ότι αποτελεί την απάντηση σε μία καταστροφική τότε οικονομική κρίση. Πέτυχε να εκφράσει τη λαϊκή αμφισβήτηση προς το καθεστώς. Με κεντρικό στοιχείο της ρητορικής του την κοινωνική δικαιοσύνη και ισχυρούς δεσμούς που ανέπτυξε με τα χαμηλότερα οικονομικά στρώματα, «αγκαλιάζοντας» και τις παραγκουπόλεις, ισχυρίστηκε ότι δίνει απάντηση στη διαφθορά, ενώ το τεράστιο πελατειακό του δίκτυο έχει ως βάση και την ενίσχυση των οικονομικά ασθενέστερων τόσο ώστε να παραμείνουν εξαρτημένοι.
Το ΑΚΡ εφαρμόζει στην πράξη την αρχή της ισλαμικής αλληλεγγύης. Συγκεντρώνουν πόρους διαθέτοντας ακόμα και επιχειρήσεις διαχείρισης χαρτοφυλακίων. Το πολιτικό Ισλάμ καταφέρνει να γίνει ο πλέον οργανωμένος και αποτελεσματικός κομματικός μηχανισμός, με δεσμούς εμπιστοσύνης με τις λαϊκές τάξεις, ενώ ταυτόχρονα μέσα από τα τόσα χρόνια εξουσίας φτάνει να έχει ισχυρούς δεσμούς με το κεφάλαιο και την άρχουσα τάξη της χώρας, προωθώντας και ισχυροποιώντας δικούς του επιχειρηματίες, και κερδίζοντας παράλληλα όσους θέλουν να επιβιώσουν.
Ακόμα και τα σκάνδαλα που έρχονται στο φως δεν κλονίζουν από τον θρόνο του τον Ερντογάν, καθώς οι μνήμες της διαφθοράς των προηγούμενων χρόνων δεν έχουν σβήσει και οι πελατειακές σχέσεις συνεχώς ισχυροποιούνται.
Από τα πρώτα χρόνια του Ταγίπ Ερντογάν στην εξουσία, οι κεμαλιστές προειδοποιούσαν για έναν σκληρό ισλαμιστή με κρυφό σχέδιο, που διεισδύει σταθερά και μεθοδικά αλώνοντας όλα τα κάστρα των παραδοσιακών δυνάμεων εξουσίας…
Οι υποθέσεις Εργκένεκον και Βαριοπούλα ήταν για τον Ερντογάν η αρχή της αποδόμησης του στρατού. Τότε που άρχισε να ξηλώνει τον κεμαλισμό βήμα βήμα και να θεμελιώνει ένα κράτος σε θρησκευτικά πρότυπα, προσαρμοσμένο στο να εξυπηρετεί τις φιλοδοξίες του. Σύμμαχός του η ραγδαία οικονομική ανάπτυξη, ακόμα και σε περιοχές της Νοτιοανατολικής Τουρκίας που λόγω Κουρδικού ήταν αφημένες στην τύχη τους.
Το αντιδραστικό πρόσωπο του «σουλτάνου» αποκαλύπτεται διεθνώς με το κίνημα που ξεσπά με αφορμή το Πάρκο Γκεζί. Οι διαδηλώσεις πνίγονται στο αίμα όσων αντιδρούν και η «δημοκρατία» ενός «χαρισματικού ισλαμιστή ηγέτη» αρχίζει να δείχνει απροκάλυπτα σημάδια ενός ανελεύθερου και απολυταρχικού καθεστώτος που βαδίζει στην εδραίωση της εξουσίας ενός ανδρός. Οι αλλαγές είναι πλέον ταχύτατες και η θρησκεία μετατρέπεται σε μέσο ελέγχου του λαού και ασφυκτικού περιορισμού των ελευθεριών.
Η μαντίλα κερδίζει την Τουρκία και γίνεται άλλοθι στην καταπίεση. Ακόμα και ο Μουχαρέμ Ιντζέ πάντως ξεκινά το διαφημιστικό του μήνυμα με τη φράση «όταν με τη βοήθεια του Θεού κερδίσω την προεδρία…».