Εχουμε μάθει να πιπιλάμε το «μία εικόνα, χίλιες λέξεις». Αν και είμαι υπέρ των λέξεων, δεν μπορώ να υποτιμήσω τη δύναμη της εικόνας, ειδικά στην εποχή του Διαδικτύου. Αν μη τι άλλο, είναι μια παγκόσμια «γλώσσα» που δεν χρειάζεται μετάφραση. Εδώ και περίπου τρία χρόνια, λοιπόν, μας έχουν στοιχειώσει οι φωτογραφίες από τη Μόρια. Η οποία, μέσα σε αυτό το διάστημα, έγινε μια nowhere land, ένας τόπος δηλαδή που δεν έχει σημασία ο γεωγραφικός του προσδιορισμός αλλά τα συναισθήματα που σηματοδοτεί. Ενα μέρος όπου όποιος μπαίνει μέσα «αφήνει την ψυχή του απέξω».
Ενα μωρό σε μια χαρτόκουτα, ένα ζευγάρι που ερωτεύτηκε στον καταυλισμό, ένας παππούς ετοιμοθάνατος, το νεογέννητο, οι λάσπες, ένα λευκό πιάνο που είχε στηθεί μέσα στα λασπόνερα (θυμάστε;), η ζωή, ο θάνατος, η αρρώστια, η απελπισία, το πείσμα, η ελπίδα. Τέτοιες λεζάντες θα μπορούσαν να έχουν οι φωτογραφίες από τη Μόρια. Τραβηγμένες για να προκαλέσουν το δικό μας συναίσθημα, τη συγκίνηση των «απέξω». Η εικονοποίηση της συμφοράς παραβλέπει, πολλές φορές, την ουσία του δράματος.
Και κάποια στιγμή οι φωτογραφίες τελειώνουν, απαγορεύονται, τις συνηθίζουμε. Και μένει η μη διακινήσιμη πραγματικότητα. Αυτή που αντιμετωπίζουν καθημερινά η Ρέα και η Κατερίνα. Αυτή που οι δύο γυναίκες βλέπουν κατάματα χωρίς γωνίες λήψης. Χωρίς καν την αλλόκοτη ομορφιά που βγάζει ο φωτογραφισμένος πόνος. Η εικόνα του φόβου, του κινδύνου, της εξαθλίωσης μπορεί και να βραβευτεί σε έναν φωτογραφικό διαγωνισμό, είναι, κατά κάποιον τρόπο, θελκτική. Η μυρωδιά τους, όχι. Ούτε ο ήχος τους. Επειδή η Μόρια άρχισε να αραιώνει, μέχρι που σχεδόν εξαφανίστηκε από τις οθόνες των κινητών μας, δεν σημαίνει ότι έπαψε να υφίσταται ως πραγματικότητα. Και αν χρειαστεί, ο μη γένοιτο, ένα τραγικό γεγονός για να τη βάλει και πάλι, ως φωτογραφία, στο οπτικό μας πεδίο, θα σημαίνει ότι έχουμε χάσει ένα στοίχημα με την πραγματικότητα. Εστω και αν δεν το βάλαμε ποτέ.