Αρκετοί διανοούμενοι κατέφυγαν τα τελευταία χρόνια σε μια μορφή επικοινωνίας με το κοινό για να γλυκάνουν κάπως την προδιαγεγραμμένη πορεία προς το τέλος. Θυμάμαι πρόχειρα τον λατρεμένο Κρίστοφερ Χίτσενς, που έγραφε ότι «στην ηλίθια ερώτηση “Γιατί εγώ;”, το Σύμπαν μετά βίας καταδέχεται να απαντήσει: “Γιατί όχι;”». Την Τζένι Ντίσκι, που σε ένα από τα κείμενά της στο LondonReviewofBooksμε τίτλο «Σαν νανούρισμα» σημείωνε ότι το πρώτο πράγμα που σκέφτηκε όταν διαγνώστηκε με καρκίνο ήταν ότι δεν ήθελε να τη ρίξουν στην αρένα των «θυμάτων» και των «γενναίων». Τον Χένινγκ Μανκέλ, που έγραφε στηνGuardianγια τα χρόνια του με τον καρκίνο, αυτό το «βαθύ σκοτάδι ανησυχίας, μοναξιάς, φόβου».
Συγκλονιστικές μαρτυρίες, μοναδικοί άνθρωποι. Κι από την ώρα που έφυγαν και δεν μπορούν να αντιδράσουν πια, μπορούμε να τους αποκαλέσουμε γενναίους. Γιατί αν η γενναιότητα δεν φαίνεται στη μάχη με τον βιαιότερο και αποφασιστικότερο εχθρό απ’ όλους, τον θάνατο, τότε πού;
Στη χορεία των αγγέλων έγινε δεκτός με τιμές αυτό το Σαββατοκύριακο και ο Χρήστος Γραμματίδης. Οι περισσότεροι τον γνωρίσαμε και τον αγαπήσαμε από τις αναρτήσεις του στοFacebookγια την αρρώστια του. Είχε όμως μια δημιουργική, όσο και σύντομη, ζωή πριν και παράλληλα με τις ημέρες που θυμόταν ποιήματα του Ρίτσου παρακολουθώντας τα χελιδόνια να πετούν έξω από το παράθυρο του Ευαγγελισμού. Ηταν ένας μαχητικός δικηγόρος, ο οποίος από τότε που σπούδαζε στην Κομοτηνή ήθελε να αλλάξει τον κόσμο. Ενας διανοούμενος με τεράστια ευρυμάθεια, που δεν σταματούσε να διαβάζει και να γράφει. Ενας βαθιά πολιτικοποιημένος άνθρωπος, που σχολίαζε με διεισδυτικό τρόπο την επικαιρότητα. «Η αφόρητη προπαγάνδα σχεδόν όλων των καναλιών υπέρ των μισοαποτυχημένων χθεσινών πατριδοκάπηλων συλλαλητηρίων», έγραφε στις 7 Ιουνίου. «Αυτή είναι η απόλυτη κατάντια της ελληνικής δημοσιογραφίας».
Το χιούμορ του, ανακατεμένο με έναν τρυφερό αυτοσαρκασμό, ήταν απαράμιλλο. Γιατί το καλό χιούμορ, το πραγματικό και ανατρεπτικό χιούμορ, δεν σε κάνει πάντα να γελάς. Μπορεί και να σε κάνει να δακρύζεις. Οπως αυτό:«Δεν το βάζει κάτω βέβαια η αρρώστια, αλλά δεν το βάζει κάτω και ο ασθενής. Δεν είναι και προς θάνατο θα μου πεις. Δηλαδή είναι, αλλά μην κολλάμε σε λεπτομέρειες. Εμείς το κεφάλι ψηλά.»
Ο Γραμματίδης ονειρευόταν να έρθει η ημέρα που θα απλώσει τα πόδια του εκεί που σκάει το κύμα. Δεν τα κατάφερε. Τα μηνύματα πόνου στη μεγάλη οικογένεια του Facebook είναι πρωτοφανή. Στο «Μίλησε, μνήμη», ο Ναμπόκοφ γράφει ότι «το λίκνο αιωρείται πάνω από μια άβυσσο και η κοινή λογική λέειπως η ύπαρξή μας δεν είναι παρά ένα σύντομο ρήγμα φωτός ανάμεσα σε δύο αιωνιότητες ερέβους». Ενα από τα πιο δυνατά φώτα που μας καθοδηγούσαν, μας συντρόφευαν και μας καθησύχαζαν έσβησε νωρίς. Η αναλγησία του Σύμπαντος είναι μερικές φορές εξωφρενική.