Μνήμες από τον μεγάλο σεισμό του 1978 στη Θεσσαλονίκη –μεγέθους 6,5 βαθμών της κλίμακας Ρίχτερ –ξύπνησε η χθεσινή σεισμική δόνηση 4,2 βαθμών που σημειώθηκε με επίκεντρο την περιοχή της λίμνης Βόλβης, καθώς εκεί είχε γίνει ο σεισμός στη δεκαετία του ’70 που προκάλεσε τεράστιες ζημιές στη συμπρωτεύουσα. Ο σεισμός έγινε ιδιαίτερα αισθητός στη Θεσσαλονίκη και το μυαλό πολλών κατοίκων της περιοχής ταξίδεψε 40 χρόνια πίσω, στις 20 Ιουνίου του 1978 όταν 49 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους και 220 τραυματίστηκαν.
Οι σεισμολόγοι, μέχρι στιγμής τουλάχιστον, εμφανίζονται καθησυχαστικοί. Σύμφωνα με τον καθηγητή Γεωφυσικής στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης Κώστα Παπαζάχο, «τέτοιου είδους σεισμοί συμβαίνουν πολύ συχνά στην περιοχή». Μάλιστα, διευκρινίζει πως «ο χθεσινός σεισμός προκλήθηκε από το βόρειο τμήμα της λεκάνης της Μυγδονίας, ανάμεσα στις λίμνες Λαγκαδά και Βόλβη, ενώ ο σεισμός της Θεσσαλονίκης από το νότιο τμήμα».
Το εστιακό βάθος. Σύμφωνα με τον γεωλόγο – διευθυντή ερευνών στο Εθνικό Αστεροσκοπείο Αθηνών Αθανάσιο Γκανά, ο σεισμός σημειώθηκε στις 11.21 το πρωί και έγινε ιδιαίτερα αισθητός εξαιτίας του μικρού εστιακού βάθους, που ήταν μόλις επτά χιλιόμετρα, σε απόσταση 32 χλμ. ανατολικά της Θεσσαλονίκης με επίκεντρο το χωριό Νυμφόπετρα στη λίμνη Βόλβη. Εως το απόγευμα είχαν σημειωθεί τρεις μετασεισμοί, με τον μεγαλύτερο 3,6 βαθμών της κλίμακας Ρίχτερ.
Σχεδόν τρεις ώρες νωρίτερα είχει γίνει ένας μεγαλύτερος σεισμός στη θαλάσσια περιοχή 40 χιλιόμετρα νοτιοδυτικά της Πύλου. Και αυτός ο σεισμός, σύμφωνα με τον Αθανάσιο Γκανά είχε μικρό εστιακό βάθος –10 χιλιόμετρα.
Ο σεισμός εντοπίστηκε σε ένα ρήγμα με διεύθυνση βορειοδυτική – νοτιοδυτική μέσα στην πλάκα του Αιγαίου και πάνω από τη βυθιζόμενη πλάκα της Αφρικής.
Η περιοχή θεωρείται από τους ειδικούς ιδιαίτερα σεισμογενής, με συνέπεια σεισμοί της τάξεως των 5,5 βαθμών της κλίμακας Ρίχτερ «να μην αποτελούν έκπληξη». Εως το απόγευμα σημειώθηκαν 18 μετασεισμοί, με τον μεγαλύτερο από αυτούς 3,1 βαθμών της κλίμακας Ρίχτερ.
Με τα έως τώρα δεδομένα εκτιμάται ότι πρόκειται για τον κύριο σεισμό, ο οποίος έγινε ιδιαίτερα αισθητός σε περιοχές της Μεσσηνίας και της Δυτικής Πελοποννήσου. Για κανέναν από τους δύο προαναφερόμενους σεισμούς δεν έχουν καταγραφεί ζημιές. «Οι δύο σεισμοί δεν έχουν καμία σχέση μεταξύ τους και εκτιμούμε ότι μέσα στο επόμενο διάστημα θα μειωθεί η μετασεισμική δραστηριότητα» αναφέρει μεταξύ άλλων ο πρόεδρος του Οργανισμού Αντισεισμικού Σχεδιασμού και Προστασίας (ΟΑΣΠ) Ευθύμης Λέκκας.