«Ενα αξέχαστο καλοκαίρι» είναι ο τίτλος της πρώτης ταινίας μεγάλου μήκους της Ισπανίδας Κάρλα Σιμόν, μιας ταινίας με γνήσια, αληθινή συγκίνηση, πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία, αλλά και μια ξεχωριστή, ιδιόμορφη γραφή. Είχαμε την ευκαιρία να της μιλήσουμε.

Μου είναι δύσκολο να διαχωρίσω την αυτοβιογραφία από τη μυθοπλασία στην ταινία σας.
Δίκιο έχετε, αλλά η πραγματικότητα είναι πολύ διαφορετική. Θέλω να πω πως ανέκαθεν με ενδιέφερε το ζήτημα του πως ένα παιδί αντιμετωπίζει σημαντικά γεγονότα που το ξεπερνούν, όπως για παράδειγμα ένας θάνατος, και στην Κινηματογραφική Σχολή του Λονδίνου, απ’ όπου και αποφοίτησα, ένα από τα βασικά θέματα στα οποία ολοένα και επιστρέφαμε ήταν τα προσωπικά μας βιώματα. Το πώς δηλαδή θα μπορούσαμε να εμπνευστούμε από κάτι που μας έχει συμβεί και απ’ αυτό ορμώμενοι να φτιάξουμε μια ιστορία όπου οι ήρωες τελικά θα αποκτούν τη δική τους ζωή και θα έχουν τον έλεγχο των πράξεών τους. Αυτό που συμβαίνει στο δάσος για παράδειγμα… δεν συνέβη ποτέ σε μένα. Δεν είναι αυτοβιογραφικές μνήμες όλο αυτό. Είναι καθαρή μυθοπλασία. Μπορώ όμως να γνωρίζω, εκ των προτέρων, πώς θα αντιδρούσε ένας τέτοιος ήρωας σε μια τέτοια συνθήκη. Ε, και το εκμεταλλεύομαι.

Ποια είναι η δική σας ιστορία λοιπόν;
Το καλοκαίρι του 1993 ήταν το πρώτο καλοκαίρι που πέρασα χωρίς τους γονείς μου. Η μητέρα μου πέθανε από AIDS όταν ήμουν έξι ετών. Ο πατέρας μου είχε πεθάνει λίγο πριν. Και αν κάτι κράτησα από εκείνη την εποχή είναι πως τα παιδιά, εν τέλει, μπορούν να αντιληφθούν τι θα πει θάνατος, τι θα πει απώλεια. Και ένα εξάχρονο μπορεί. Αυτό που αποτυπώθηκε στο σενάριο λοιπόν έχει μνήμες δικές μου, έχει πολλά στοιχεία μυθοπλασίας, έχει και ιστορίες που μου έχουν αφηγηθεί και εγώ δεν τις θυμάμαι πια. Εχω μιλήσει τόσο πολύ γι’ αυτή την περίοδο της ζωής μου σε φίλους και συντρόφους, που πλέον έχει ένα στοιχείο μυθικό μέσα της. Με «πιάνω» δηλαδή να την αφηγούμαι σαν παραμύθι.

Το πιο δύσκολο κομμάτι εκείνης της περιόδου;
Οταν συνειδητοποίησα πως δεν μπορούσα να φέρω στο μυαλό μου την εικόνα της μητέρας μου.

Υπάρχει μια έξαρση του ισπανικού κινηματογράφου, τουλάχιστον έτσι το αντιλαμβανόμαστε εμείς στην Ελλάδα, φαντάζομαι και στην υπόλοιπη Ευρώπη. Οι κωμωδίες και τα θρίλερ, τα «είδη» δηλαδή, κυριαρχούν. Αναρωτιέμαι αν αυτή η έξαρση έχει βοηθήσει το ανεξάρτητο σινεμά σας.
Χμ, εξηγήστε μου με ποιον τρόπο θα μπορούσε να μας είχε βοηθήσει.

Υποτίθεται πως αν υπάρχει ένα κομμάτι υγιούς παραγωγής (και κέρδους), το πιο «δύσκολο» σινεμά μπορεί να ανθήσει με μεγαλύτερη άνεση. Ετσι τουλάχιστον ισχυρίζονται πολλοί…
Ναι, το έχουμε ακούσει κι εμείς αυτό. Μεγάλη ιστορία όμως, με πολλά παρακλάδια. Εσείς, για παράδειγμα, βλέπετε ένα καλογυρισμένο θρίλερ όπου ανάμεσα στις εταιρείες παραγωγής αναφέρεται μια πολυεθνική και σκέφτεστε πως, εφόσον υπάρχει αυτό το σινεμά, θα μπορούσε να υπάρξει και το άλλο –με μια κάποια κρατική βοήθεια ίσως. Ελα όμως που τα λεφτά του κράτους συνήθως πάνε σε αυτές ακριβώς τις παραγωγές!

Αλήθεια;
Σας το ορκίζομαι. Είναι λίγο σκοτεινές αυτές οι διαδικασίες και είναι δύσκολο να τις παρακολουθήσει κανείς. Μπορώ να σας πω πως είναι, αντιθέτως, μια δύσκολη περίοδος για το ανεξάρτητο σινεμά της Ισπανίας, εκείνο το σινεμά δηλαδή που ούτε σε «είδη» θέλει να παραπέμψει ούτε να πατήσει πάνω σε κάποιες φεστιβαλικού τύπου σταθερές. Αλλά τελικά γίνεται η δουλειά, έστω και μετά κόπου.