Η συμφωνία για το Μακεδονικό παράγει σοβαρά αποτελέσματα στον παρόντα και τον μελλοντικό χρόνο που αφορούν το εσωτερικό της Ελλάδας, τις εξωτερικές της σχέσεις, το πολιτικό, πολιτισμικό και βεβαίως το οικονομικό πεδίο.
Στο βραχυχρόνιο και μακροχρόνιο εξωτερικό πεδίο ευνοούνται ορισμένες (άλλες διαφωνούν) από τις δυνάμεις που προωθούν διεύρυνση της ευρωπαϊκής και νατοϊκής επιρροής στα Δυτικά Βαλκάνια και μακροπρόθεσμα τον περιορισμό των εθνοτικών διαμαχών. Εδώ επισημαίνεται η βαθιά αντίφαση της σημερινής συμφωνίας όταν επιδιώκει την απομείωση των εθνοτικών αντιθέσεων δημιουργώντας μια νέα εθνότητα! Στο εσωτερικό πολιτισμικό επίπεδο θίγεται το καίριο ζήτημα του αισθήματος της υπαρξιακής ασφάλειας των Ελλήνων. Από το σημείο αυτό προέρχονται και οι μεγαλύτερες αρνητικές επιδράσεις στη συνοχή της ελληνικής κοινωνίας.
Στο οικονομικό πεδίο βραχυχρονίως και μεσοχρονίως αναμένονται αναταράξεις στις οικονομικές μας σχέσεις με τους βόρειους γείτονές μας, ενώ στον μακροχρόνιο ορίζοντα δημιουργείται μία αναπτυξιακή υπόσχεση για την έξοδο προς τον Βορρά.
Από την πολύ σύντομη αυτή συνολική ανασκόπηση διαπιστώνει κανείς ότι η πολιτισμική ήττα (όπως καταγράφεται σε όλες τις δημοσκοπήσεις) αναμένεται να αντισταθμιστεί από τα οφέλη της συνεργασιμότητάς μας με τις εξωτερικές δυνάμεις και από μια μεσο-μακροπρόθεσμη υπόσχεση ότι με τον τρόπο αυτό συμβάλλουμε να δημιουργηθεί, και προς όφελός μας, μία αγορά στα Δυτικά Βαλκάνια (Αλβανία, Βοσνία και Ερζεγοβίνη, Σκόπια, Μαυροβούνιο, Σερβία και Ελλάδα 29 εκατ. ανθρώπων) με θεωρητικές αναπτυξιακές δυνατότητες λόγω κυρίως του χαμηλότερου επιπέδου εκκίνησης. Μάλιστα οι G. και Α. Soros στο άρθρο τους για τους κινδύνους που παραμονεύουν την υπονόμευση της Συμφωνίας στους «ΝΥΤ» (18/6) μιλάνε για μια «βαλκανική οικονομική ένωση σχεδιασμένη πάνω στους νόμους της European Union» που θα μπορούσε να βοηθήσει τους Βαλκάνιους στις φιλοδυτικές φιλοδοξίες τους.
Εδώ επισημαίνεται η αναφορά σε μία ξεχωριστή «ένωση».

Αυτή όμως η ενότητα κρατών έχει δύο μεγάλους παίκτες, την Ελλάδα (11 εκατ. κατοίκους) και τη Σερβία (7 εκατ.) και το υπόλοιπο μέρος (11 εκατ.) αποτελείται από πέντε κρατικές οντότητες με εξαιρετικά ανεπτυγμένο εθνικιστικό πνεύμα, το μισό κατά κεφαλήν εισόδημα από ό,τι η Ελλάδα, με χαμηλούς δείκτες χρέους προς ΑΕΠ, αρκετά υψηλά επίπεδα ανεργίας και το σπουδαιότερο, αρκετά χαμηλό επίπεδο θεσμικής οργάνωσης, με εξαίρεση τα Σκόπια.

Το εξωτερικό μας εμπόριο σε έναν μικρό βαθμό κατευθύνεται προς τις χώρες αυτές (5,6% του συνόλου των εξαγωγών και 1% των εισαγωγών μας δημιουργώντας θετικό ισοζύγιο). Παράλληλα οι φορολογικοί τους συντελεστές είναι στο 50% (κατά μέσο όρο) των αντίστοιχων συντελεστών της Ελλάδας, με αποτέλεσμα να είναι εξαιρετικά δημοφιλείς προορισμοί για μετεγκατάσταση από την Ελλάδα. Να θυμίσουμε μόνο ότι η αποδιάρθρωση της παραγωγικής δομής της Βόρειας Ελλάδας άρχισε όταν το 2007 η ΕΕ συμπεριέλαβε τη Βουλγαρία και τη Ρουμανία στις τάξεις της χωρίς αντισταθμιστικές πολιτικές.
Τα παραπάνω δείχνουν ότι η μελλοντική υπόσχεση της αναπτυξιακής μας διεξόδου στον Βορρά είναι εξαιρετικά ασθενής σε ενδογενή αποτελέσματα λαμβάνοντας υπόψη και την πρόσφατη απόσυρση του ελληνικού τραπεζικού συστήματος.
Εν τέλει το εγχείρημα της συμφωνίας, με δεδομένες τις παρούσες συνθήκες, οδηγεί σε μία ανακήρυξη της Ελλάδας σε οικονομικό αιμοδότη των νεοσχηματισμένων αυτών κρατών, όταν έχει όμως μία πληγωμένη από την κρίση οικονομία, προσφέροντας σε αντάλλαγμα μία περιορισμένη αγορά για την εξωστρεφή ελληνική επιχειρηματικότητα. Είναι λογικό επόμενο ότι η εξέλιξη αυτή θα επιδράσει αρνητικά στη μεσομακροπρόθεσμη παράσταση της οικονομικής αναπτυξιακής καχεξίας ιδιαιτέρως στη Βόρεια Ελλάδα.
Τελικά αυτό που μένει είναι να ζυγιστούν από τη μία μεριά το όφελος από την θετική μας στάση σε σχέση με ορισμένους διεθνείς ετέρους μας και από την άλλη το κόστος από το ρήγμα στην εσωτερική μας συνοχή. Το πρώτο πρέπει τουλάχιστον να προσδιοριστεί και το δεύτερο σε αυτούς τους καιρούς είναι πολύ ακριβό.
Ο Π.Ε. Πετράκης είναι καθηγητής του ΕΚΠΑ