Οσοι γνώριζαν την περιπετειώδη ιστορία της, μάλλον υποδέχτηκαν το νέο με ένα σφίξιμο: λίγους μόλις μήνες μετά την πρεμιέρα της στις Κάννες, η ταινία «Ο άνθρωπος που σκότωσε τον Δον Κιχώτη» του Τέρι Γκίλιαμ, μονίμως στα σκαριά εδώ και πάνω από είκοσι χρόνια, φέρεται να τέθηκε σε αμφίβολο ιδιοκτησιακό καθεστώς, αφού ένα γαλλικό δικαστήριο δέχθηκε ορισμένες αξιώσεις του αλλοτινού παραγωγού Πάουλο Μπράνκο σχετικά με τα πνευματικά της δικαιώματα. Ισως ακούγεται σαν μια τυπική ιστορία κινηματογραφικής ταλαιπωρίας, είναι όμως και κάτι παραπάνω: επιρρεπής σε ένα σωρό ατυχίες, από προβλήματα υγείας των πρωταγωνιστών και φυσικές καταστροφές μέχρι νομικά και οικονομικά ζητήματα που θα τρέλαιναν και τον πιο ψύχραιμο γραφειοκράτη, η ταινία έφτασε να χαρακτηριστεί «καταραμένη». Για χάρη της, γυρίστηκε κι ένα ντοκιμαντέρ.
Μέχρι και εγκεφαλικό λέγεται ότι έπαθε ο αμερικανός σκηνοθέτης λίγο πριν το πόνημά του παρουσιαστεί στο κοινό των Καννών. Ο ίδιος διέψευσε τις φήμες, κάνοντας λόγο για κάποιο έλασσον καρδιαγγειακό πρόβλημα. Καμία εκδοχή πάντως δεν φαίνεται απίθανη, αν αναλογιστεί κανείς όσα πέρασε ο Γκίλιαμ για χάρη ενός ονείρου που κάποια στιγμή άρχισε να τον στοιχειώνει. Ισως κιόλας από την πρώτη απόπειρα υλοποίησής του, όταν το 1990, λίγο μετά τα «Brazil» και «Οι περιπέτειες του βαρόνου Μινχάουζεν» και μερικά χρόνια πριν από τα «Ο βασιλιάς της μοναξιάς» και «Φόβος και παράνοια στο Λας Βέγκας», ο Γκίλιαμ τηλεφωνούσε στον παραγωγό και φίλο του Τζέικ Εμπερτς. «Σου έχω δύο ονόματα: “Κιχώτης” και “Γκίλιαμ”. Και χρειάζομαι 20 εκατ. δολάρια» του είπε. «Εγινε!» απάντησε εκείνος. Κατόπιν, όμως, ο σκηνοθέτης διάβασε το βιβλίο του Θερβάντες πιο προσεκτικά. «Χριστέ μου», σκέφτηκε, «είναι μη κινηματογραφίσιμο».
ΑΣΘΕΝΕΙΕΣ ΚΑΙ ΚΑΤΑΙΓΙΔΕΣ. Τελικά προτίμησε να απευθυνθεί και σε ευρωπαίους παραγωγούς, οι οποίοι ωστόσο ήταν πιο σφιχτοί στην τσέπη, πιο δυσκίνητοι στις συμφωνίες και σίγουρα πιο απαθείς μπροστά στη λάμψη ενός σταρ. Του Τζόνι Ντεπ εν προκειμένω, που ήθελε μεν να συνεργαστεί με τον Γκίλιαμ, βλέποντας όμως το πρότζεκτ να περιπλέκεται γρήγορα λόγω νομικών κωλυμάτων (αλλά και λόγω παραγωγών σαν τον Ράινερ Μόκερτ, που λεφτά έταζε και λεφτά δεν έδινε) άρχισε να ζητά μεγαλύτερη αμοιβή για την ερμηνεία ενός χαρακτήρα που παρέπεμπε στον Σάντσο Πάντσα. Με τα πολλά, τα γυρίσματα ξεκίνησαν στη Βόρεια Ισπανία, κάπου το 2000, με τον έτερο πρωταγωνιστή Ζαν Ροσφόρ, που έμαθε αγγλικά ειδικά για τον ρόλο του Δον Κιχώτη, να ασθενεί βαριά ήδη από την πρώτη μέρα. Τη δεύτερη, οι σκηνές του Ντεπ διακόπηκαν λόγω μιας ξαφνικής καταιγίδας που κατέστρεψε όλο το σκηνικό, ενώ στον κατάλογο προστέθηκαν και κάποιες θορυβώδεις νατοϊκές αεροπορικές ασκήσεις. Τελικά, η παραγωγή ακυρώθηκε.
Συνολικά, ο Τέρι Γκίλιαμ επιχείρησε να γυρίσει την ταινία οκτώ φορές. Οι ηθοποιοί που ενεπλάκησαν σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό ήταν οι Γιούαν ΜακΓκρέγκορ, Ρόμπερτ Ντιβάλ, Τζακ Ο’Ντόνελ και Ρόμπιν Γουίλιαμς, αλλά και οι Τζον Κλιζ και Μάικλ Πάλιν (σύντροφοι του Γκίλιαμ στους Μόντι Πάιθον), ο Ζεράρ Ντεπαρντιέ και αρκετοί ακόμα. «Απλώς συνέχισα να προσπαθώ» έλεγε κάποτε ο Αμερικανός. «Ποτέ δεν μπόρεσα να εξηγήσω γιατί ήμουν τόσο εμμονικός, τόσο αποφασισμένος να γυρίσω την ταινία. Από ένα σημείο και μετά διαπίστωσα ότι αν σκοπεύεις να γυρίσεις τον Δον Κιχώτη, πρέπει να γίνεις Δον Κιχώτης. Πρέπει να έχεις τα πάνω και τα κάτω σου».
Νεος πρωταγωνιστης. Οι μηχανές άρχισαν να δουλεύουν και πάλι το 2015, με παραγωγό την Amazon και πρωταγωνιστή τον Τζον Χαρτ. Ομως ο μεν ηθοποιός πέθανε από καρκίνο τον Ιανουάριο του 2017 (ακολουθούμενος από τον Ροσφόρ μερικούς μήνες μετά), η δε εταιρεία αποσύρθηκε, γιατί στο πρότζεκτ ενεπλάκη ο κάπως δύσκολος στις συνεννοήσεις Πάουλο Μπράνκο. Εστω κι έτσι, οι πρωταγωνιστικοί ρόλοι δόθηκαν στους Ανταμ Ντράιβερ, Τζόναθαν Πράις και Ολγκα Κιριλένκο, ο πορτογάλος παραγωγός ωστόσο αποδείχθηκε ελαφρώς αυταρχικός και οι εντάσεις επανήλθαν. Τελικά, τα γυρίσματα ξεκίνησαν την άνοιξη του 2017 με άλλους παραγωγούς και, ω του θαύματος, ολοκληρώθηκαν λίγους μήνες μετά. Στην πρεμιέρα, το χειροκρότημα ακούστηκε ήδη από τους τίτλους έναρξης, για ευνόητους λόγους.
Στις εβδομάδες που θα ακολουθούσαν, ο Μπράνκο θα ισχυριζόταν ότι το συμβόλαιο που είχε υπογράψει του παραχωρούσε τα πνευματικά δικαιώματα της ταινίας. Ο Γκίλιαμ απαντούσε ότι κάτι τέτοιο θα ίσχυε αν τηρούνταν τα υπεσχημένα, δηλαδή η χρηματοδότησή της. Προ ημερών, εκείνο το γαλλικό δικαστήριο αποφάσισε μεν υπέρ του Μπράνκο, λίγο αργότερα όμως η νέα παραγωγός του Γκίλιαμ, Μαριέλα Μπεσουγέφσκι, δήλωσε σε συνέντευξή της ότι ο Πορτογάλος μεγαλοποιούσε το νομικό του κατόρθωμα, που περιελάμβανε απλώς μια αποζημίωση μερικών χιλιάδων δολαρίων. Τα δικαιώματα, έλεγε η Μπεσουγέφσκι, παραμένουν στον σκηνοθέτη και η διανομή της ταινίας θα γίνει κανονικά. Το αν θα συνεχιστούν τα βάσανά της μένει να αποδειχθεί. Εστω κι έτσι, πάντως, ο Τέρι Γκίλιαμ θα έχει καταφέρει πολλά. Κυρίως γιατί έπειτα από προσπάθειες δύο και πλέον δεκαετιών οι κριτικές κάνουν λόγο για μια ταινία γεμάτη ζωηράδα, γοητεία και πάνω απ’ όλα παιδική αθωότητα.