Μνήμη Ελπης Αθανασοπούλου
Αδυνατεί να καταλάβει κανείς γιατί δεν μπορεί να μοιράζεται κάτι με τους άλλους, αν και έχει σαφώς ιδιωτικό χαρακτήρα, όταν με τη γνωστοποίησή του πολλοί θα συγκινηθούν, θα ευφρανθούν, θα αποκτήσουν μιαν ανάμνηση που –ποιος ξέρει; –μπορεί να αποδειχθεί παρηγορητική και για τους ίδιους. Ηταν πριν από περίπου μία εβδομάδα στην κηδεία της Βασιλικής Μπράτσου, όταν η αδελφή της Ζωζώ Σαπουντζάκη την ξεπροβόδισε τραγουδώντας της ένα νανούρισμα: «Νάνι, νάνι, η νύχτα απλώνει σκοτάδι πυκνό / ας ξεχαστούν οι καημοί σου / κοιμήσου, κοιμήσου / κι εγώ ξαγρυπνώ».
Θα ήταν μια μορφή δικαιοσύνης να μπορεί να γνωρίζει κανείς ποιος έγραψε τους στίχους αυτού του νανουρίσματος και να αναφέρει το όνομά του, αν και έφτανε και περίσσευε τη συγκεκριμένη ώρα μια συγκίνηση όπως την προκαλούσε ένα νανούρισμα που είχε ακουστεί στα τέλη της δεκαετίας του ’40, όταν οι αδελφές Σαπουντζάκη, η Βάσω και η Ζωζώ, γνωστές ως «Σαπουντζάκια», το πρωτοτραγούδησαν παιδάκια, στη Θεσσαλονίκη, στο θέατρο του Λευκού Πύργου, κρατώντας μια κούκλα στην αγκαλιά τους. Είναι ζήτημα αν το δίδυμο «Σαπουντζάκια» είχε μια κοινή καλλιτεχνική πορεία τριών χρόνων, αφού αποχώρησε η Βάσω κι έμεινε μόνη της η Ζωζώ, όμως η «αιωνιότητα» με τον σεβασμό που διατηρεί για καθετί γνήσιο και ειλικρινές έκανε κτήμα της το νανούρισμα αυτό ώστε, δεκαετίες αργότερα, η μικρότερη αδελφή τραγουδώντας το στο ξόδι της μεγαλύτερής της να αμφισβητεί έμπρακτα πια και σχεδόν να καταργεί τον χρόνο στην καθιερωμένη διάστασή του. Αποδεικνύοντας ταυτόχρονα ότι η ανυποψίαστα χαρμόσυνη παιδική ηλικία ακουμπά, ό,τι κι αν έχει μεσολαβήσει, πάνω στη μελαγχολία της ωριμότητας και τη θλίψη του θανάτου.
Με μια ίσως «ανεπαίσθητη» διαφορά, ότι το νανούρισμα δεν απευθυνόταν πια σε μια κούκλα αλλά σε μια ζωή που υπήρξε. Με την πολύτιμη όμως διδαχή ότι ο χρόνος που επιφυλάσσεται στον καθένα είναι κυρίως για να τον βοηθήσει να συνειδητοποιήσει ότι το παιχνίδι, το θέατρο θα το νιώσει καλύτερα μόνο όταν εξελιχθεί σε βίωμα πραγματικό. Τόσο πιο παρηγορητικό όσο αδρότερο είναι το τίμημα που έχει καταβληθεί για την απόκτησή του.
Στη μνήμη των ανθρώπων την Ιστορία δεν τη γράφουν μόνο τα μεγάλα γεγονότα που τους έσυραν συχνά βίαια μέσα σε συνθήκες απάνθρωπες και οδυνηρές. Οσο Ιστορία μπορεί να είναι ο ερχομός του Τσόρτσιλ στην Ελλάδα τα Χριστούγεννα του 1944, άλλο τόσο μπορεί να είναι δύο κοριτσάκια που τραγουδούν λίγα χρόνια αργότερα στο θέατρο του Λευκού Πύργου, έστω και αν η ανάμνησή τους δεν διατηρεί σε τόσο πολλούς τη ζωηρότητα της μορφής του άγγλου πρωθυπουργού.