Στο άλμπουμ της ζωής σας που μου δείχνετε, βλέπω πολλές φωτογραφίες με την νταντά σας.
«Είναι μια γυναίκα που λάτρευα και λατρεύω γιατί ευτυχώς ζει ακόμη. Πολλές φορές μού λέει η γυναίκα μου “μην τα λες αυτά, θα σε παρεξηγήσουν”. Αλλά έτσι είμαι. Αυτό μπορώ να πω ότι το έχω καταφέρει. Εγώ λέω αυτό που θέλω και αυτό που πιστεύω και δεν με αφορούν οι ερμηνείες των άλλων».
Πώς το κατακτήσατε αυτό;
«Επειδή με πείραζε πάρα πολύ τι έλεγαν οι άλλοι. Ηθελα να μ’ αγαπάνε, να λένε καλά πράγματα για μένα, να είμαι καλό παιδί. Κατάλαβα μεγάλος πια –μετά τα 25 –ότι είναι πολύ μεγάλο βάρος. Τώρα πια έχω αποστασιοποιηθεί από το συγκεκριμένο».
Ανακαλύψατε πού έχει τη ρίζα; «Στη μητέρα μου.Οταν σου λένε “μπράβο” συνέχεια, ταυτόχρονα αναπτύσσεις και μια νοοτροπία ότι οφείλεις να είσαι στο ύψος των απαιτήσεων. Να είσαι πράγματι καλός, να είσαι πρώτος στην τάξη, να διακρίνεσαι για να συνεχίσουν να σ’ αγαπάνε. Σαφώς μου έδωσε ώθηση. Και αυτό που έχω αντιληφθεί –και ας μην έχω παιδιά –ότι πρέπει να κάνει ένας γονιός, ειδικά στις μέρες μας που δεν μπορεί να δώσει συγκεκριμένες συμβουλές διότι αλλάζει η εποχή ανά πενταετία, είναι να λέει στο παιδί του κάθε μέρα που ξυπνάει “σ’ αγαπώ και μπράβο”. Οι πιο πολλοί άνθρωποι υποφέρουν από έλλειψη αναγνώρισης από το ίδιο τους το σπίτι. Εγώ το είχα σε υπερθετικό βαθμό. Αλλά το μικρό κακό στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι ότιόλοι σε αγαπάνε. Αρα έκανα έναν αγώνα με τον εαυτό μου να μη με νοιάζει η άποψη των άλλων, αρκεί αυτά που κάνω να είναι σύμφωνα με μένα. Μεγάλωσα με άνεση αλλά χωρίς υπερβολές».
Το να μεγαλώνει κανείς με νταντά τη δεκαετία του ’50 δεν δείχνει κάτι περισσότερο από άνεση;
«Αυτό που σήμερα δεν υπάρχει είναι η έννοια της αστικής τάξης. Η καταγωγή της οικογένειάς μου από την πλευρά του μπαμπά είναι από Κέρκυρα – Ιταλία. Η οικογένεια της μαμάς μου είναι από τους Βαυαρούς. Γι’ αυτό είμαι καθολικός και από τις δύο πλευρές. Αρα έχουμε μια δόση ξένης παιδείας και παράδοσης. Στο σπίτι μου μιλούσαμε πολλές γλώσσες. Ο πατέρας μου μιλούσε επτά γλώσσες, είχε πάει σε ιταλικό σχολείο και η μητέρα μου σε γαλλικό. Το σπίτι μας ήταν ένα σπίτι 100 τετραγωνικών και μέναμε τέσσερα άτομα με υπηρέτρια και νταντά. Αυτό το σπίτι το έχει ένας χαμηλού βαθμού υπάλληλος. Παρ’ όλα αυτά, κάναμε μια ζωή άνετη. Οπως κάνω κι εγώ τώρα. Αν με δει κανείς, θα πει ότι βγάζω λεφτά. Εγώ απλώς έχω μάθει –κακώς από τη μια πλευρά, καλώς από την άλλη –ν’ απολαμβάνω τη ζωή με όσα έχω. Αρα ο πατέρας μου σε χρόνια δύσκολα, όπως η Κατοχή, πούλησε πάρα πολλά για να μη χάσει το τρένο της ζωής και να βοηθήσει φίλους του. Με μια υπερβολική αισιοδοξία, αντί να κυνηγήσει να πάρει τα λεφτά πίσω, είπε “δεν πειράζει, θα τα καταφέρουμε”. Αλλά δεν τα κατάφερε!».
Σας στοίχισε η οικονομική κατάρρευση;
«Καθόλου! Το σπίτι μας ήταν πάντα μέσα στη χαρά, στη μουσική και στο παιχνίδι. Οταν ήμουν 15 ετών, ο πατέρας μου πτώχευσε. Θυμάμαι, έμπαιναν μέσα στο σπίτι οι κλητήρες και έπαιρναν τα έπιπλα, το πιάνο, τους δίσκους. Δεν έχω πληγωθεί από αυτό. Εχω πεισθεί πια ότι ένα κακό φέρνει ένα άλλο καλό».
Η πτώχευση του πατέρα σας τι καλό έφερε;
«Εάν είχα συνεχίσει να μεγαλώνω με την άνεση που είχα, μπορεί να είχα γίνει κωλοπαίδι. Αν σε αυτό προσθέσει κανείς και τη μεγάλη προστασία που είχα, το φούσκωμα του εγωισμού μου είχε όλα τα στοιχεία για να γίνω. Αλλά η κατραπακιά που έφαγα σε μια ηλικία που ήμουν νέος και φιλόδοξος και αισιόδοξος μου έκανε καλό. Αρχισα αμέσως να παραδίδω μαθήματα γαλλικών για να βγάζω το χαρτζιλίκι μου. Τα εφόδια που μου είχαν δώσει οι γονείς ήταν πλούτος. Οταν μου λένε “μα δεν στενοχωριέσαι που ο πατέρας σου δεν σου άφησε περιουσία;”, απαντώ ότι μου άφησε τόσα εφόδια. Και γυρνώντας πίσω στη ζωή που κάναμε, βρίσκεται η απάντηση στο γιατί έχω πετύχει ως δάσκαλος φωτογραφίας. Κάνω το ίδιο πράγμα σε άλλη κλίμακα. Οπως εγώ αγαπούσα τον πατέρα μου για την ατμόσφαιρα που έφτιαχνε στο σπίτι, αυτήν κι εγώ συνεχίζω».
Σαν να σκηνοθετείτε τη ζωή σας.
«Αθελάμου, ναι, το κάνω. Ο σκηνοθέτης έχει αγωνία πώς θα κλείσει την ταινία του κι εγώ έτσι από μακριά έχω περιέργεια να δω πώς θα κλείσει αυτή η ζωή. Μέχρι τώρα καλά πάει».
Νομική, Παρίσι Πολιτικές Επιστήμες, επιστροφή στην Ελλάδα και δικηγορία και ξαφνικά φωτογραφία.
«Εκανα κάτι που δεν μου άρεσε, άρα δεν μπορούσα να είμαι όσο καλός ήμουν. Μια δουλειά που την κάνεις μόνο για βιοπορισμό δεν είναι ευχάριστη. Αν ήμουν εκατομμυριούχος, δεν θα γινόμουν δικηγόρος, αλλά με βεβαιότητα θα επέλεγα τη φωτογραφία. Γι’ αυτό και όταν με ρωτούν με θαυμασμό πώς από δικηγόρος έγινα φωτογράφος, απαντώ ότι απλώς ήμουν κακομαθημένος. Είχα συνηθίσει να κάνω αυτό που θέλω».
Πώς ξέρατε ότι είχατε ταλέντο;
«Δεν το ήξερα, ούτε με απασχολεί. Μια μπούρδα είναι το ταλέντο. Εχω άπειρους μαθητές με ταλέντο που δεν έκαναν τίποτα. Αν δεν κάνεις αυτό που επιλέγεις στη ζωή σου με χαρά, έχεις μικρές πιθανότητες να πετύχεις. Το ταλέντο –που μας έχει έρθει και δεν έχουμε υποφέρει γι’ αυτό –μπορεί να είναι φρένο στη χαρά, γιατί θες ν’ ανταποκριθείς σε αυτό, ενώ πρέπει ν’ ανταποκρίνεσαι στην επιθυμία της χαράς που έχεις. Αυτό που με έχει βοηθήσει είναι ότι έχω πολλές διαφορετικές ικανότητες. Δεν είμαι μόνο μεθοδικός ή έξυπνος –όσο είμαι. Εχω πολλά “μαζεμένα” διαφορετικά πράγματα και επιθυμίες».
Η πρώτη φωτογραφία που τραβήξατε;
«Στη Νέα Υόρκη, τους ουρανοξύστες».
Εκεί έγινε το κλικ για ν’ αφήσετε τη δικηγορία και να γίνετε φωτογράφος;
«Ποτέ δεν γίνεται ένα κλικ από τη μια μέρα στην άλλη. Οπως ποτέ δεν μου έχει τύχει ναερωτευτώ με το πρώτο που τη βλέπω –πρέπει να μου μπει στο πετσί. Το ίδιο συνέβη και με τη φωτογραφία. Μου είχε μπει στο πετσί η αγάπη για την τέχνη. Με κάνει να σκέφτομαι ότι τα πράγματα δεν είναι μόνο αυτό που είναι ορατό. Οτι υπάρχει κάτι πέρα από αυτό που αισθανόμαστε και βλέπουμε. Και δεν έχει σχέση με την ευφυΐα, με το μυαλό μόνο, όπως έχει η επιστήμη. Τα δύο πράγματα με τα οποία μπορείς να καταλάβεις την τέχνη –άσχετα με τον βαθμό που τα πιστεύεις –είναι η θρησκεία και ο έρωτας. Δύο πράγματα ανεξήγητα, αλλά όποιος ασχολείται με αυτά έχει μέσα του μια αλήθεια την οποία δεν μπορεί να εκφράσει. Πότε σταματούν ο έρωτας, η τέχνη και η θρησκεία; Οταν χαθεί το μυστήριο. Η ζωή μας αποκτάει σημασία όταν της δίνουμε μια ποιητική διάσταση. Και αυτές οι αγωνίες υπήρχαν από παιδί μέσα μου γιατί ζούσα σε ένα σπίτι γεμάτο τέχνη.Μεγάλωσα με κλασική μουσική, η μητέρα μου ήταν μουσικός, έπαιζε πιάνο,και ο πατέρας μου είχε πάρα πολλούς δίσκους».
Καταλυτικός ο ρόλος του πατέρα σας.
«Σαφώς. Ηταν ένας πολύ καλός άνθρωπος που όλοι τον αγαπούσαν, αλλά η πιο δυνατή φυσιογνωμία ήταν η μητέρα μου. Είχα ζήσει τη σταδιακή κατάρρευση του πατέρα μου. Εβλεπα ότι και λόγω της υγείας του και λόγω της οικονομικής αδυναμίας του είχε χάσει το κύρος, την αίγλη του. Οταν πέθανε, βρήκα αυτό το ανεκτίμητο υλικό. Τις επιστολές που έγραφε στον μπαμπά του –ήταν τυφλός ο παππούς –από τη Ρώμη όπου ζούσε. Ανακάλυψα έναν άνθρωπο που εκτός από καλοσύνη είχε εξαιρετικό βάθος και ποιότητα. Δεν ήταν φτιαγμένος για να κάνει τον έμπορο και να τζιράρει λεφτά. Εκαναν συνελεύσεις στην εταιρεία και μιλούσαν για την ποίηση του Σολωμού! Ο θάνατος του πατέρα μου με απελευθέρωσε! Είπα, δεν θέλω να την πάθω όπως εκείνος που εγκλώβισε τη ζωή του σε κάτι που δεν τον εξέφραζε. Στενοχωριέμαι που δεν με είδε φωτογράφο γιατί θα χαιρόταν πάρα πολύ. Δυστυχώς μόνο μία φωτογραφία του έχω τραβήξει…».