Το «πρασίνισμα» της ηλεκτρικής ενέργειας, με την παραγωγή ρεύματος όχι από άνθρακα και πετρέλαιο, αλλά από ηλιακή και αιολική ενέργεια, δεν είναι αρκετό για να επιτευχθούν οι κλιματικοί στόχοι της Συμφωνίας του Παρισιού για άνοδο της παγκόσμιας θερμοκρασίας το πολύ κατά 1,5 έως δύο βαθμούς Κελσίου, σύμφωνα με μια νέα διεθνή μελέτη με ελληνική συμμετοχή.
Οι ερευνητές, μεταξύ των οποίων δύο Έλληνες, προειδοποιούν ότι ο «καθαρός» ηλεκτρισμός δεν είναι αρκετός, αν δεν συνοδεύεται από ουσιαστικές μειώσεις των εκπομπών του διοξειδίου του άνθρακα σε άλλους τομείς, κυρίως τον βιομηχανικό, τον μεταφορικό και τον κατασκευαστικό.
Αν αυτό δεν συμβεί, ακόμα και αν η ηλεκτροπαραγωγή βασίζεται κυρίως στις εναλλακτικές μορφές ενέργειας, η χρήση των ορυκτών καυσίμων από τις βιομηχανίες (τσιμέντου, χάλυβα κ.α.), τα μέσα μεταφοράς (οχήματα, πλοία, αεροπλάνα κ.α.) και τα κτίρια (κυρίως για θέρμανση) θα συνεχίσει να παράγει αρκετές εκπομπές διοξειδίου για να θέσουν σε κίνδυνο τους στόχους της κλιματικής αλλαγής που έχει ορίσει η διεθνής κοινότητα.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον Γκούναρ Λούντερερ του γερμανικού Ινστιτούτου Κλιματικών Ερευνών του Πότσνταμ, έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό για θέματα κλιματικής αλλαγής “Nature Climate Change”. Στην έρευνα συμμετείχαν η Ζωή Βροντίση του Εργαστηρίου E3MLab (Ενέργειας-Οικονομίας-Περιβάλλοντος) της Σχολής Ηλεκτρολόγων Μηχανικών του ΕΜΠ και ο Κίμων Κεραμιδάς, αναλυτής ενεργειακής οικονομίας στο Κοινό Κέντρο Ερευνών (JRC) της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Η μελέτη είναι η πρώτη που κάνει προβλέψεις εστιάζοντας στις εκπομπές διοξειδίου από τομείς που είναι δυσκολότερο να απαλλαγούν από τον άνθρακα σε σχέση με την ηλεκτροπαραγωγή, καθώς στην περίπτωσή τους δεν υπάρχουν εξίσου πρόσφορες επιλογές όπως η ηλιακή και η αιολική ενέργεια. Το βασικό συμπέρασμα των επιστημόνων είναι ότι τελικά από αυτούς τους τομείς και όχι από την παραγωγή ηλεκτρισμού θα κριθεί πόσο διοξείδιο στον τρέχοντα αιώνα θα παραχθεί και θα καταλήξει στην ατμόσφαιρα.
Οι ερευνητές εκτιμούν ότι για να μην ξεπεράσει η άνοδος της θερμοκρασίας τον ενάμιση βαθμό Κελσίου (το αισιόδοξο «πλαφόν» της Συμφωνίας του Παρισιού), θα πρέπει να υπάρξουν αρνητικές εκπομπές διοξειδίου έως το 2100. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς τους, αν συνεχισθούν οι τωρινές τάσεις, έως το τέλος του 21ου αιώνα οι συνολικές εκπομπές διοξειδίου από βιομηχανίες-μεταφορές-κατασκευές θα φθάσουν τους 4.000 γιγατόνους, ενώ δεν πρέπει να ξεπεράσουν τους 200 γιγατόνους για να πιαστεί το όριο του ενάμιση βαθμού Κελσίου.
Συνεπώς, τονίζουν οι ερευνητές, οι σημερινές δεσμεύσεις των χωρών είναι τελείως ανεπαρκείς. Μάλιστα προειδοποιούν ότι, ακόμη και με το αισιόδοξο σενάριο πως οι χώρες θα λάβουν επιπλέον αυστηρά μέτρα, οι εκπομπές διοξειδίου από τη βιομηχανία, τις μεταφορές και τις κατασκευές δεν θα πέσουν κάτω από τους 1.000 γιγατόνους διοξειδίου από το 2016 έως το 2100, δηλαδή θα είναι ακόμη πολύ υψηλές σε σχέση με τους στόχους που έχουν τεθεί.
Η Ζωή Βροντίση δήλωσε: «Η ανάλυσή μας δείχνει ότι, πέρα από μια ταχεία πλήρους κλίμακας απαλλαγή από τον άνθρακα στον τομέα παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, η σταθεροποίηση της ανόδου της θερμοκρασίας στους 1,5 έως δύο βαθμούς Κελσίου απαιτεί επίσης ουσιαστικές μειώσεις στους τομείς με μεγάλη ενεργειακή ζήτηση όπως η βιομηχανία, οι μεταφορές και τα κτίρια. Προκειμένου να επιτύχουμε τις πρόσθετες μειώσεις των ορυκτών καυσίμων, οι οποίες απαιτούνται για τη σταθεροποίηση στον ενάμιση βαθμό Κελσίου, χρειάζεται να επιταχύνουμε τόσο τις βελτιώσεις στην ενεργειακή αποδοτικότητα, όσο και τον ευρύ εξηλεκτρισμό όλης της ενεργειακής ζήτησης».