Χωρίς να υπάρχει κάτι κοινό στους τίτλους των έξι ποιητικών βιβλίων που έχει δημοσιεύσει μέσα σε είκοσι χρόνια ο ποιητής Βαγγέλης Χρόνης («Σύμμαχος χρόνος», «Νέοι στον Αδη», «Ενα χωνάκι θλίψη», «Η ευθύνη του Μαΐου», «Τα αγάλματα και οι ψυχές», «Το αρχαίο κεραμίδι»), κατά έναν δυσεξιχνίαστο, ταυτόχρονα όμως και ευεξήγητο τρόπο, ειδοποιείσαι για μια ατμόσφαιρα που με ελάχιστες παραλλαγές παρουσιάζεται σχεδόν ενιαία σε όλα του τα βιβλία. Ετσι ώστε στο σύνολό τους τα ποιήματα –διακόσια εξήντα τέσσερα τον αριθμό, αν μετράμε σωστά –να μοιάζουν με ψηφίδες αποσπασμένες από μια τοιχογραφία, συνθεμένη με καιρό και με κόπο, προκειμένου να μην απηχεί το δαχτυλικό αποτύπωμα ενός ανθρώπου, εκτός κι αν δεχτούμε ως το δαχτυλικό του αποτύπωμα έναν πρωτότυπο διάλογο του παρόντος με το παρελθόν –το παρελθόν ρητά εννενοημένο ως οι αρχαίοι χρόνοι.
Με την ασίγαστη ανησυχία μήπως ένα παρόν τόσο προβληματικό και δυσανάγνωστο όσο το δικό μας σταθεί στο μέλλον εξαιρετικά ερμητικό όσο συνιστά για μας τους ίδιους σήμερα το απώτατο παρελθόν.
Δεν αποκλείεται την ενιαία ατμόσφαιρα που ήδη σημειώσαμε περισσότερο, παρά η ανάγνωση των ίδιων των ποιημάτων, να τη δημιουργούν οι λέξεις «χρόνος», «Αδης», «θλίψη», «ψυχές», «αρχαίο» –λέξεις όλες με καταγωγή τους τούς τίτλους των βιβλίων -, καθώς σε συνώνυμές τους ή και ομόηχές τους ακόμη κατορθώνουν να μετατρέπουν λέξεις όπως «παράδεισος», «χαρά», «νταμάρι», «αμανές», «βότσαλο», λέξεις που τις συναντάς πια μέσα στα ίδια τα ποιήματα.
Η Παναγιά και η Ηρα
Με τόση σχέση ανάμεσά τους όση τουλάχιστον αναγνωρίζεις στο χάλκινο ειδώλιο του οκλάζοντος λιονταριού που αφιέρωσε ο Σπαρτιάτης Εύμναστος στην Ηρα στη Σάμο και στα ασημένια τάματα και κοσμήματα που πλημμυρίζουν την εικόνα της Παναγίας της Τήνου. Με μια επιπλέον τόσο μεγάλη ροπή προς την επιγραμματικότητα, ώστε να γίνεται σχεδόν ανεπαίσθητος ο χρονικός διασκελισμός, ακόμη κι αν αφορά αιώνες, και το αρχαίο κεραμίδι, που μ’ ένα σύμφωνο ή μ’ ένα φωνήεν εξοστράκιζε κάποιον δικαίως ή αδίκως, να μπορεί να συγκριθεί με τη δικαιοσύνη ενός ψηφοδελτίου –με όση στο μεταξύ φθορά προϋποθέτει μια αντίστοιχη εξέλιξη. Με την έννοια τελικά του πρωθύστερου να υπεισέρχεται σε τέτοιο βαθμό στο σύνολο των ποιημάτων του Βαγγέλη Χρόνη ώστε να μπορεί να αλλάζει την κλίμακα των πραγμάτων και ο χρόνος που θα έπρεπε να λογαριάζεται ως «σύμμαχος», ενώ θα είχε διαμορφώσει το ποιητικό του στίγμα, όπως για παράδειγμα αν γινόταν σήμερα, να αποτελεί τον τίτλο του πρώτου κιόλας βιβλίου του.
Φαίνεται όμως πως, με όσα σημειώνουμε, έχουμε διαπράξει ήδη ένα λάθος, αφού εννοούμε την έννοια του χρόνου, τον ίδιο τον χρόνο για την ακρίβεια, αντιληπτό μόνο στις υποδιαιρέσεις του ή στο τεμάχισμά του, ενώ στον Βαγγέλη Χρόνη όσο ενιαία είναι η ατμόσφαιρα των ποιημάτων του άλλο τόσο ενιαίος είναι ο χρόνος, κάτι περισσότερο ακόμη: αδιαίρετος και αταξινόμητος. Μπορεί παρόν, παρελθόν, μέλλον ή ακόμα οι διαιρέσεις του χρόνου σε αιώνες, σε δεκαετίες ή σε μήνες, εβδομάδες και ημέρες να χρειάζονται στους ιστορικούς, στον ποιητή –και στη συγκεκριμένη περίπτωση στον Βαγγέλη Χρόνη –τον χρόνο θα τον παρομοίαζε κανείς με έναν χώρο, αίφνης αυτόν ενός δωματίου, όσο απέραντο κι αν ήθελε να τον υπολογίσει, τόσο ασφυκτικά πυκνό, ώστε να αποκτά την υπόστασή του κυρίως με τη μεσολάβηση του ποιητή όσον αφορά μιαν απροσδόκητη αλήθεια: αν ένα άγαλμα, μια επιγραφή ή ένα αίσθημα ακόμη, όπως μας τα αποκαλύπτει ένα αμνημόνευτο παρελθόν, ενδιαφέρει να προσεγγιστούν και να εννοηθούν στις πραγματικές τους διαστάσεις, είναι κυρίως για την αναγνώριση της συνέχειάς τους στον σύγχρονο κόσμο, αίσθηση απεράντως πιο παρηγορητική παρά αν αναγνωρίζονταν ως δρομοδείχτες στη λεωφόρο ενός ατέρμονος χρόνου.
Η Σφίγγα και τα πρόβατα
Με αποτέλεσμα οι φιλήδονες κόρες με το χαμόγελο της Σφίγγας και ο μέγας Ησίοδος να συνυπάρχουν με τα κοπάδια των προβάτων που απολαμβάνουν την ποικιλόμορφη βλάστηση στην Κοιλάδα των Μουσών στη Βοιωτία και τον Λόρενς της Αραβίας, μέσα σε μια τέτοια αισθηματική ενότητα –συγκρίσιμη μόνο με ένα είδος θρησκευτικής κατάνυξης –ώστε αντί για έναν αδιαίρετα εξελισσόμενο χρόνο θα μιλούσε κανείς για την ευρυχωρία μιας και μοναδικής στιγμής. Με ακόμα ευεργετικότερο αποτέλεσμα, να μη χρειάζονται στη συνέχεια που αναφέραμε, προκειμένου να διασωθεί, χειροπιαστές μαρτυρίες, αλλά να αρκούν η ονειροπόληση και η διαίσθηση, αγγίγματα ή και μια πνευματική άνωθεν υπαγορευμένη επαφή, προκειμένου να προσποριστείς έναν θησαυρό διάχυτο μέσα στον χρόνο αλλά ανεντόπιστο με την οποιασδήποτε μορφής εκπαιδευτική διαδικασία.
Ετσι όπως το φευγαλέο, το πρόσκαιρο, το άρρητο φαίνεται να πραγματοποιούν βαθιές, μόνιμες και καταλυτικές εγγραφές, όσο κι αν στην ανάκλησή τους δεν υπάρχει ως πλοηγός παρά μια υποψία ή μια διαίσθηση που, αν και κάνει ακόμα λιγότερο αναγνωρίσιμο το πρόσωπο της Μέδουσας, τελικά παρηγορεί ως η μοναδική αλήθεια. Για παράδειγμα το ποίημα «Η σιωπή των αγαλμάτων»: «Μελαγχολική η σιωπή των αγαλμάτων. / Δεν είναι για την προσπάθεια διαφύλαξης / των αινιγματικών τους μυστικών. / Σε αντίθεση με την γοητεία τους / η έλλειψη επικοινωνίας / τα καθιστά απόμακρα και απόκοσμα. / Με τα αγάλματα δεν γίνεται φίλος / παρά μόνο θαυμαστής».
Βαγγέλης Χρόνης
Το αρχαίο κεραμίδι
Εκδ. Καστανιώτη 2018,σελ. 56
Τιμή: 8,50 ευρώ