Αν θυμηθούμε πως η εικονιζόμενη στη φωτογραφία πρωταγωνίστρια του θεάτρου Μιράντα (Μυράτ) υπήρξε κόρη της επίσης πρωταγωνίστριας Κυβέλης, συζύγου για πολλά χρόνια του Γεωργίου Παπανδρέου (τη Μιράντα την είχε αποκτήσει με τον ηθοποιό Μήτσο Μυράτ) δεν μπορείς να μη σκεφθείς την ελευθερία που απολάμβαναν καλλιτέχνες ώστε να έχουν ενεργή ανάμειξη στο ΕΑΜ αν και το συγγενικό τους περιβάλλον τούς προόριζε για κάθε άλλο παρά ρηξικέλευθες πολιτικές συμπεριφορές. Ολα τα άλλα, στο κείμενο του πρώην προέδρου του Συνασπισμού Νίκου Κωνσταντόπουλου
Σωστά έχει ειπωθεί πως δεν κοιτάζουμε μονάχα εμείς τις φωτογραφίες. Μας κοιτάζουν και αυτές. Τα έργα τέχνης, οι πίνακες, τα αγάλματα, μας κοιτούν και μας μιλάνε. Το τώρα αντικριστά στο τότε, και αντίστροφα. Ανάμεσά τους, συσσωρευμένες οι διαφορετικές ιστορικές και πολιτικές, κοινωνικές και πολιτιστικές συνθήκες, όπως διαμορφώθηκαν στο πέρασμα του χρόνου και στων καιρών τα γνωρίσματα. Οι διαφορετικές εποχές, οι ιδιαίτερες συγκυρίες, τα προσωπικά και συλλογικά βιώματα, οι προσωπικές και δημόσιες διεργασίες που συγκροτούν ιστορική μνήμη και συλλογική ταυτότητα.
Η φωτογραφία που κοιτάζω είναι κάτι περισσότερο απ’ τη διαχρονική εικόνα ενός ιστορικού γεγονότος, της απελευθέρωσης της Ελλάδας από τη βάρβαρη κι εξοντωτική ναζιστική – φασιστική κατοχή. Και πίσω απ’ τα πρόσωπα που προβάλλουν με αυτοκυριαρχία, καρτερικότητα κι ανέσπερη προσδοκία, πάλλεται το πραγματικό περιεχόμενο της ζωής που απέκτησαν ιδέες κι αξίες πατριωτισμού κι ελευθερίας, αντίστασης και θυσίας, αγωνιστικής ανιδιοτέλειας και αισιοδοξίας.
Βλέπεις τα αδρά πρόσωπα των γυναικών της φωτογραφίας που βιώνουν το ιστορικό γεγονός με τη συνειδητή στάση ζωής και θυμάσαι τον Σεφέρη να γράφει στις «Δοκιμές» για τα γεγονότα εκείνα που «επαναλαμβάνουν την παμπάλαιη ραψωδία ενός λαού, που για χρόνια και αιώνες θυσιάζεται για τη λευτεριά». Για να συνεχίσει: «… πόσο τα αισθανόμαστε αυτά τα πράγματα. Πόσο αυτά τα πράγματα μας έχουν αλλάξει. Η αληθινή βίωση αλλάζει τον άνθρωπο. Αλλά έχουμε άραγε ζήσει αρκετά όλους αυτούς τους ηρωισμούς, τα μαρτύρια και τις θυσίες; Εχουμε άραγε διακρίνει, διαβάζοντας και ξερά ονόματα σκοτωμένων και χαλασμένων τόπων από την πείνα και το σίδερο, έχουμε διακρίνει ανάμεσα στις γραμμές της βραδυνής εφημερίδας, ποια μοίρα δουλεύει πίσω από το σπαραγμό της μάνας, την κραυγή του άνδρα που τουφεκίζουν ή την απόφαση του παλληκαριού να ξαναδίνει τον όρκο του Ρήγα;».
Απέναντι στη φωτογραφία της διαδήλωσης για την απελευθέρωση από τον ναζισμό, πριν από εβδομήντα τόσο χρόνια, αναρωτιέσαι πώς υποστασιοποιείται ένα ιστορικό γεγονός, πώς οι αξίες γίνονται δράση και η δράση δίνει περιεχόμενο ζωής στις ιδέες, πώς η σύνθετη αυτή εμπειρία γίνεται συνείδηση που δίνει νόημα στην ύπαρξη; Πώς ένα ιστορικό γεγονός αποκτά τους ζωντανούς συμβολισμούς του; Πώς νοηματοδοτούνται τα ιστορικά γεγονότα, πώς διαμορφώνεται η δημόσια γνώμη γι’ αυτά και πώς εντάσσονται στην ιεράρχηση προταγμάτων των μεταγενέστερων κοινωνιών; Πώς, τέλος, συμβάλλουν στη σωστή σχέση με την ιστορικότητά μας για να περάσουμε απ’ αυτήν στη σωστή σχέση με τη νεωτερικότητά μας;
Τα πρόσωπα που απαθανατίζονται έχουν το φέγγος της βιωμένης συνείδησης, της πληρότητας του εαυτού που βιώνει την πραγματικότητα και την ιστορία εν τω γίγνεσθαι. Δεν διαλέγονται με τη ζωή και την ιστορία στον καθρέφτη τους. Ούτε έχουν την αλαζονεία να μιλάνε για λογαριασμό της ιστορίας ή την οίηση να παριστάνουν τους εκλεκτούς της. Οι γυναίκες της φωτογραφίας που διαδηλώνουν για την απελευθέρωση της Ελλάδας προσωποποιούν τη ζώσα και δρώσα ιστορία. Είναι οι συνειδητοί πολίτες της ζώσας και δρώσας κοινωνίας. Σε αντίστιξη και αντίθεση με όσους σήμερα πολιτικούς και δημόσιους αξιωματούχους αυτοπροβάλλονται θεατρικά σαν να είναι καθοδηγητές και φακίρηδες της ιστορίας, πασχίζοντας να συγκαλύψουν το έλλειμμα συνείδησης, ευθύνης, ανιδιοτέλειας και αφιέρωσης στη συλλογική ιστορικότητά μας.
Αντίκρυ στη φωτογραφία για τις διαδηλώσεις της απελευθέρωσης που εμπνέουν συλλογικό φρόνημα, αυθόρμητα βάζεις τη σημερινή δημόσια εικόνα που αποπνέει καταφρόνια και ευτέλεια, χατζηαβατισμό και χυδαιότητα. Τότε η θριαμβική διαδήλωση της εαμικής αντίστασης, με την πρωτοφανή μαζικότητα, που απελευθέρωνε. Τώρα η μίζερη διαπόμπευση πατρίδας, δημοκρατίας και κοινωνίας, που στη θέση της αντίστασης υψώνει το ψευτοείδωλο της προσαρμογής και συμμόρφωσης στην επιτήρηση και εκβίαση των δανειστών.
Τα ιστορικά γεγονότα, τα συμβολικά δεδομένα και τα εμβληματικά πρόσωπα, οι ματωμένοι κύκλοι των εξελίξεων, τα ανοιχτά τραύματα των αδικαίωτων αγώνων και των σπαταλημένων θυσιών, όλη αυτή η κατακτημένη, με οδυνηρό τρόπο, ιστορική εμπειρία, επερωτά αυστηρά τη σημερινή πραγματικότητα. Και αντιστρόφως, η σημερινή προβληματική πραγματικότητα επερωτά την ελλειμματική ιστορική μας συνείδηση και αυτογνωσία. Ούτε η πραγματικότητα, όμως, ούτε η ιστορία μιλάνε με χρησμούς μαντείου.
Οταν μπροστά στα μάτια μας η Ελλάδα λιγοστεύει και η ζωή μας φτωχαίνει με πολλούς τρόπους, τότε η επίγνωση της συλλογικής μας περιπέτειας, η συλλογική ιστορική μνήμη και ταυτότητα νοηματοδοτούν δημιουργικά τα διαδραματιζόμενα, είναι φλέβες και ρίζες ζωής για ένα μέλλον ανάτασης και προκοπής. Γιατί η ιστορική μνήμη είναι δυναμικό στοιχείο κοινωνικής συνοχής και πολιτισμού, παραγωγικής και πνευματικής δημιουργικότητας, δημοκρατικής αυτοεκτίμησης και αξιοπρέπειας.
Μέσα στο βλέμμα των προσώπων, το γεμάτο «μέλλον και σημαίες», διακρίνεις και την πίκρα του θυμού καθώς αυτά τα πρόσωπα κοιτάζουν τη συλλογική μας ζωή να ξεπέφτει και να ξεφτίζει, να λεηλατείται και να αναλώνεται αυτοκαταστροφικά. Αλλά στο ίδιο βλέμμα βλέπεις και τη λάμψη της πεποίθησης ότι η αντίσταση είναι η λυτρωτική και αναγεννητική στάση ζωής. Στον διαρκή ενεστώτα χρόνο, όχι στον αόριστο του παρελθόντος.
Ο «Στρατής Θαλασσινός περιγράφοντας έναν άνθρωπο», στο ποίημα του Σεφέρη, μονολογεί: «Τι μπορεί να θυμάται μια φλόγα; Αν θυμηθεί λίγο λιγότερο απ’ ό,τι χρειάζεται σβήνει· αν θυμηθεί λίγο περισσότερο απ’ ό,τι χρειάζεται, σβήνει. Να μπορούσε να μας διδάξει, όσο ανάβει, να θυμόμαστε σωστά (..)».
Να θυμόμαστε, λοιπόν, και να θυμόμαστε σωστά, για να μπορούμε, πολίτες και κοινωνία, να αυτοπροσδιορίζουμε την ιστορική μας σχέση με την ελληνικότητα και την οικουμενικότητα, να ζητάμε λογοδοσία, ευθύνη και αγωνιστική υπεράσπιση των κυριαρχικών δικαιωμάτων μας, της κοινωνικής συνοχής και δημοκρατικής αξιοπρέπειας, της πολιτιστικής οντότητας.