Το πράγμα επιβεβαιωνόταν τέτοιες μέρες δύο χρόνια πριν: ο Αλεξ Τέρνερ, που εμφανιζόταν στο Rockwave με τους Last Shadow Puppets, το παράλληλο σχήμα που διατηρεί με τον Μάιλς Κέιν των Rascals, ήταν κάτι σαν απωθημένο του εγχώριου κοινού. Ο αλλοτινός έφηβος με την άγουρη εμφάνιση, που στις συνεντεύξεις κατάπινε τα μισά του λόγια και στις συναυλίες τραγουδούσε με επιτηδευμένα αμερικανικό στυλ («σαν ο Ελβις του Σέφιλντ»), είχε ήδη εξελιχθεί σε έναν ελκυστικό, γεμάτο τουπέ και πόζα frontman, που επί σκηνής προκαλούσε τσιρίδες, ενώ στην καθημερινότητά του συνοδευόταν από μοντέλα, ξεσήκωνε τα πάρτι, φρόντιζε την κώμμη και τα τζάκετ του και τέλος πάντων υπηρετούσε σχεδόν κατά γράμμα τον ρόλο του σύγχρονου γητευτή των αισθήσεων. Της ακοής συμπεριλαμβανομένης φυσικά: ακόμα και αν σε εκείνη τη συναυλία πολλοί περίμεναν κάτι πιο χορευτικό, το μπαλαντοειδές, μπαρόκ και εμπνευσμένο από τα φιλμ νουάρ ύφος των Puppets, ικανοποίησε αρκούντως τους καλά διαβασμένους. Υπήρχε βέβαια και μια απαίτηση που θα χρειαζόταν δύο χρόνια για να ικανοποιηθεί: ο ερχομός του ανδρός, με την μπάντα που τον έκανε στα αλήθεια αγαπητό.
Οχι βέβαια ότι οι Arctic Monkeys χαίρουν τέτοιας εκτίμησης μόνο στην Ελλάδα. Το συγκρότημα που ως ιδέα συνελήφθη σε μια συναυλία των Strokes και τον πρώτο καιρό επιστράτευε τη μητέρα του ντράμερ για τις μετακινήσεις του, απέκτησε ήδη από τα χρόνια των αποκλειστικά διαδικτυακών κυκλοφοριών του ένα κοινό τόσο αξιοσέβαστο ώστε το ντεμπούτο «Whatever people say I am, that’s what I’m not» πούλησε μόνο στη Βρετανία περίπου 300.000 αντίτυπα την πρώτη βδομάδα κυκλοφορίας του. Ηταν ένα ρεκόρ που ώς τότε κατείχε το «Definitely Maybe» των Oasis και παρόλο που ο Νόελ Γκάλαχερ θα σχολίαζε τον Τέρνερ με τη φράση «έχω μια γάτα που είναι πιο ροκ εν ρολ από αυτόν», οι Monkeys έφτασαν να φιγουράρουν στην κορυφή της μαρκίζας του Glastonbury και του Reading, να μετρούν τρεις υποψηφιότητες για Grammy και ένα βραβείο Mercury, να συμμετέχουν στην τελετή έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων του Λονδίνου και φυσικά να κυκλοφορούν άλμπουμ σαν τα «Suck it and see» και «AM», από τα οποία, δεν πρέπει να υπάρχει ούτε ένα σινγκλ που να μην έχει παίξει σε μια οποιαδήποτε ραδιοφωνική συσκευή.
Δημοφιλές ροκ
Μιλώντας με πιο σύγχρονους όρους, τα τραγούδια τους έχουν παιχθεί στις υπηρεσίες streaming όλου του κόσμου πάνω από έξι δισ. φορές, με την κάθε μία μέρα να τους προσθέτει και πεντέμισι εκατ. χτυπήματα ακόμα. Αυτά όμως είναι ποσοτικά μεγέθη και η ουσία των Monkeys ίσως βρίσκεται σε ένα μουσικό μίγμα από μπάντες που είχαν γοητεύσει το νεανικό κοινό είτε κατόπιν εορτής, είτε κάπως ανολοκλήρωτα: οι Clash, οι Strokes, οι Franz Ferdinand και οι Libertines είναι μερικές μόνο από αυτές που οι βρετανοί ενσωμάτωσαν και επαναπροώθησαν με ένα στυλ ακόμα πιο χορευτικό και, θεωρητικά, μάγκικο. Μην ξεχνάμε φυσικά και τους στίχους: αφού γνώρισε την αγγλική ποίηση στο σχολείο του, στο Σέφιλντ, αφού οι πρώτες του σχετικές απόπειρες περιλάμβαναν κι ένα τακτικό αλλά μάλλον ερασιτεχνικό ραπάρισμα στα δωμάτια των φίλων του, ο Τέρνερ κατόρθωσε να τραβήξει την προσοχή αρκετών κριτικών και να τους πείσει για την ευφράδεια και τον λυρισμό του. Σύμφωνοι, τα περισσότερα τραγούδια έκαναν λόγο για την αναζήτηση του καλύτερου πάρτι ή παρομοίαζαν τις φούστες με τις κοντόκανες καραμπίνες. Για κάτι τέτοια όμως δεν μιλάει συνήθως το δημοφιλές, εμπορικό ροκ;
Τον τελευταίο δίσκο των Arctic Monkeys πάντως, το «Tranquility Base Hotel & Casino», αμιγώς ροκ δεν τον λες. Λέγεται ότι προέκυψε όταν μετά την επιτυχία του «ΑΜ», ο Τέρνερ στέρεψε συνθετικά, κατορθώνοντας να ξαναβρεί την μούσα του, μόνο όταν στα τριακοστά γενέθλιά του, ο μάνατζερ της μπάντας Ιαν ΜακΑντριου τού χάρισε ένα πιάνο Steinway. Στο κάδρο μπήκε και η ταινία «8 ½» του Φελίνι, που ο Τέρνερ έτυχε να δει εκείνη την περίοδο, νιώθοντας μια κάποια ταύτιση με τον επίσης αποκαρδιωμένο δημιουργικά πρωταγωνιστή της. Με τα πολλά, θυμήθηκε τα πρώτα μαθήματα πιάνου που είχε πάρει από τους μουσικόφιλους γονείς τους και το αποτέλεσμα ήταν συνθέσεις που θα θύμιζαν περισσότερο ποπ δωματίου, γκλαμ ροκ και μπαλάντες α λα Λέοναρντ Κοέν και Σερζ Γκενσμπούρ, παρά τα κιθαριστικά προσανατολισμένα σουξέ των προηγούμενων ετών.
Rockwave Festival, 6 Ιουλίου
TerraVibe Park, Εισιτήρια: 75 ευρώ (προπώληση), 85 ευρώ (ταμείο)
Αθήνα: TicketHouse, Πανεπιστημίου 42
Θεσσαλονίκη: Μusicland, Μητροπόλεως 102
tickethouse.gr & ticketmaster.gr