Ο πρώτος που έσπασε το ταμπού ήταν ο Εμανουέλ Μακρόν όταν, παραφράζοντας τον Φρανσουά Μιτεράν, δήλωσε μετά την αποτυχία της πρόσφατης συνόδου G7 στο Κεμπέκ ότι «οικονομικός εθνικισμός σημαίνει πόλεμος». Ολοι κατάλαβαν τι εννοούσε. Η επιβολή δασμών από τον Ντόναλντ Τραμπ στους συμμάχους του παρέπεμπε ευθέως στον περίφημο νόμο Hawley-Smoot που ψηφίστηκε τον Ιούνιο του 1931 και επέβαλλε αύξηση των δασμών σε χιλιάδες εισαγόμενα προϊόντα.
Τι είχε προηγηθεί; Το Κραχ του 1929, που οδήγησε στη χρεοκοπία τραπεζών και στο κλείσιμο εργοστασίων. Η απότομη μείωση της αμερικανικής ζήτησης οδήγησε στη χρεοκοπία πολλές χώρες της Λατινικής Αμερικής, της Αφρικής, της Ασίας: στη Βραζιλία έκαιγαν τον καφέ στα τρένα αφού δεν μπορούσαν να τον πουλήσουν. Οι αγγλοσάξονες οικονομολόγοι επινόησαν τον όρο «beggar-thy-neighbour policy», δηλαδή μια πολιτική που οδηγεί τον γείτονά σου στην επαιτεία.
Τι ακολούθησε; Η κατάρρευση της Γερμανίας, που δεν μπορούσε να στηριχθεί σε αποικίες όπως οι Βρετανοί και οι Γάλλοι. Εγκαταλελειμμένοι από τον υπόλοιπο πλανήτη, οι Γερμανοί ανέθεσαν τις τύχες τους στον Χίτλερ. Οπως ο Μουσολίνι και οι ιάπωνες στρατιωτικοί, έτσι κι εκείνος εφάρμοσε έναν οικονομικό υπερεθνικισμό. Οπως η Ιαπωνία επιτέθηκε στη Μαντζουρία (1931) και η Ρώμη στην Αιθιοπία (1935), έτσι και το Βερολίνο επιτέθηκε στην Τσεχοσλοβακία (1938) και στην Πολωνία (1939), εν μέρει σε αναζήτηση πρώτων υλών. Ακολούθησε ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος.
Η σημερινή περίοδος έχει ασφαλώς μεγάλες διαφορές με τη δεκαετία του ’30. Δεν βρισκόμαστε στα πρόθυρα ενός πολέμου ούτε έχουμε να κάνουμε με μια αυτοκρατορική Ιαπωνία, μια φασιστική Ιταλία ή μια ναζιστική Γερμανία. Υπάρχουν όμως ομολογουμένως και αρκετές ομοιότητες, που δεν περιορίζονται στον εμπορικό προστατευτισμό. Είναι η κατασκευή αποδιοπομπαίων τράγων: τότε ήταν οι Εβραίοι, σήμερα είναι οι πρόσφυγες. Είναι η περιφρόνηση των διεθνών κανόνων και των παγκόσμιων οργανισμών. Είναι η επίθεση των λαϊκιστών στα μέσα ενημέρωσης, που θυμίζει τη δαιμονοποίηση του «lugenpresse» από τον Χίτλερ.
«Υπάρχει μια συντονισμένη επίθεση εναντίον της συνταγματικής φιλελεύθερης τάξης» λέει στους «Financial Times» η Κονστάντσε Στέλτσενμιλερ, γερμανίδα ερευνήτρια στο Brookings Institution. «Και της επίθεσης αυτής ηγείται ο πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών».
Αυτό είναι το μεγάλο πρόβλημα. Αν μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο εγγυήτρια της παγκόσμιας τάξης ήταν η Αμερική, αυτό δεν ισχύει πλέον σήμερα. Ο ανταγωνισμός σε όλα τα επίπεδα επιστρέφει δριμύτερος. «Χάνουμε την επαφή μας με τις αξίες που επέτρεψαν στη Δύση να αντιμετωπίσει επιτυχώς την απειλή του φασισμού και του κομμουνισμού» είπε αυτή την εβδομάδα ο Τόνι Μπλερ σε μια ομιλία του στο Chatham House. «Οι συγκρίσεις με τη δεκαετία του ’30 δεν μοιάζουν πλέον υπερβολικές».
Η πίστη στον ορθό λόγο
Του Σωτήρη Ριζά
Παρά το ότι η Ιστορία δεν επαναλαμβάνεται, η εξέλιξη σε παγκόσμια κλίμακα μετά το 2008 θυμίζει έντονα, και ανησυχητικά, τον Μεσοπόλεμο. Η στροφή σε λαϊκιστικά κινήματα τα οποία αμφισβητούν την οικονομία της αγοράς, ή καλύτερα, τις συνέπειές της, τα ανοιχτά σύνορα και τον πολιτικό και κοινωνικό πλουραλισμό, είναι εξέλιξη που χαρακτηρίζει την εποχή μας. Πλήττονται ιδίως η σοσιαλδημοκρατία και οι προοδευτικές πολιτικές τάσεις. Αυτές συρρικνώνονται και περιθωριοποιούνται προς όφελος των υπερσυντηρητικών λαϊκιστικών ρευμάτων ή κινήσεων της ριζοσπαστικής Αριστεράς, αν και η τελευταία έχει περισσότερο εντοπισμένη επιρροή, κυρίως στη Νότια Ευρώπη και τη Λατινική Αμερική, και όχι γενικευμένη απήχηση όπως η λαϊκιστική Δεξιά.
Οι αναλογίες με τον Μεσοπόλεμο είναι ανησυχητικές και προφανείς. Η οικονομική κρίση του 1929 στις Ηνωμένες Πολιτείες πέρασε στην ηπειρωτική Ευρώπη και τη Βρετανία το 1931. Στις περισσότερες περιπτώσεις, πιο χαρακτηριστική η Γερμανία της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, οι δημοκρατίες σαρώθηκαν καθώς μεγάλες κοινωνικές πλειοψηφίες μεσαίων αλλά και λαϊκών στρωμάτων έχασαν την εμπιστοσύνη τους στην ικανότητα των κοινοβουλευτικών κομμάτων, ιδίως της σοσιαλδημοκρατίας, να διαχειριστούν την κατάσταση και να εξασφαλίσουν ένα ελάχιστο ευημερίας. Τη στροφή στον εθνικοσοσιαλισμό ή διάφορες παραλλαγές αυταρχικών και φασιστικών καθεστώτων ενθάρρυναν και οι οικονομικές και κοινωνικές ελίτ, έντρομες από τον φόβο της κοινωνικής ανατροπής που εκπροσωπούσε η Τρίτη Διεθνής και τα κομμουνιστικά κόμματα, φορείς του σοβιετικού μοντέλου.
Αυτή είναι μία βασική διαφορά του 21ου αιώνα από τον Μεσοπόλεμο. Σήμερα δεν προτείνεται ένα εναλλακτικό πρότυπο οικονομικής, κοινωνικής και πολιτικής οργάνωσης. Η δημοκρατία και ο φιλελεύθερος τρόπος ζωής κινδυνεύουν από έναν εντεινόμενο εκφυλισμό των θεσμών και την κατάρρευση των ελάχιστων προϋποθέσεων για την ομαλή λειτουργία τους: την πίστη στον ορθό λόγο ως μέσου επίλυσης προβλημάτων και στην ιδέα της προόδου με την έννοια της προσωπικής και συλλογικής προσπάθειας για τη βελτίωση των όρων της ζωής. Τα μεσαία και τα λαϊκά στρώματα είναι ανασφαλή και οργισμένα και οι οικονομικές ελίτ προσπαθούν να αποχωριστούν από το κοινωνικό τους πλαίσιο αξιοποιώντας την κινητικότητα που τους προσφέρει η παγκοσμιοποίηση. Αυτός ο κλονισμός δίνει το πλεονέκτημα στα λαϊκιστικά κόμματα της Δεξιάς. Αυτά, αν και έχουν σαφείς αυταρχικές τάσεις, δεν είναι, ακόμα τουλάχιστον, φασιστικά, αλλά αποδεικνύονται ικανά να ανακινήσουν αρχέγονες φοβίες και να κινητοποιήσουν τις κοινωνίες στη βάση πολιτικών της ταυτότητας, όχι του ορθολογισμού και της προόδου.
Η ροπή προς τον προστατευτισμό παρουσιάζει επίσης αναλογίες με τον Μεσοπόλεμο. Οφείλεται στην αδυναμία των ανεπτυγμένων δυτικών οικονομιών, ιδίως παραδοσιακών βιομηχανικών κλάδων τους, να ανταγωνιστούν τους αναδυόμενους ασιατικούς κολοσσούς. Αυτό σήμαινε υπονόμευση της μεταπολεμικής ευημερίας και της ανισότητας την οποία επέτεινε το άνοιγμα των αγορών στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης. Παρά το ενδεχόμενο ενός εμπορικού πολέμου και της διαμόρφωσης τομέων ή υποτομέων της οικονομίας που θα είναι περισσότερο προστατευμένοι από άλλους, δεν είναι πολύ πιθανό εντούτοις να επιστρέψουμε σε μια εποχή κλειστών αγορών αν λάβουμε υπόψη την κίνηση των κεφαλαίων και την αλληλεξάρτηση των οικονομιών.
Ο Μεσοπόλεμος χαρακτηρίστηκε ασφαλώς από τον ολοκληρωτισμό και τη χρήση μαζικής βίας, ας θυμηθούμε εκτός από τον ναζισμό και τις τεράστιες ανθρώπινες απώλειες στη Σοβιετική Ενωση στο πλαίσιο της βίαιης εκβιομηχάνισης. Παρά ταύτα, στη δεκαετία του ‘30, η δημοκρατία είχε επιβιώσει στη Βρετανία, τη Γαλλία και σε μερικές ακόμα ευρωπαϊκές χώρες. Ακόμα περισσότερο, θα εφαρμοζόταν στην Αμερική το New Deal, η Νέα Συμφωνία, που ανανέωσε την οικονομία της αγοράς και τους αντιπροσωπευτικούς θεσμούς με δημοκρατικό τρόπο και απετέλεσε τη βάση του μεταπολεμικού κοινωνικού συμβολαίου. Ηταν αποτέλεσμα της πίστης στον ορθό λόγο και στην πρόοδο. Παρά τη διάχυτη απαισιοδοξία που επικρατούσε τότε, όπως και σήμερα, κινητοποίησε έναν ευρύτατο συνασπισμό επιχειρήσεων, διανοουμένων, μεσαίων και λαϊκών στρωμάτων. Μια νέα διευθέτηση αναζητείται και σήμερα και δεν πρέπει να αποκλείουμε προκαταβολικά την πιθανότητα να προκύψει.
Ο Σωτήρης Ριζάς είναι διευθυντής ερευνών στο Κέντρο Ερευνας Ιστορίας Νεότερου Ελληνισμού της Ακαδημίας Αθηνών
Το «ακραίο Κέντρο» και η ΤΙΝΑ
του Νίκου Ποταμιάνου
Προφανώς η σημερινή εποχή διαφέρει από τη δεκαετία του 1930 από πάρα πολλές απόψεις και η αναζήτηση ομοιοτήτων και διαφορών συχνά μπορεί να λειτουργεί παραπλανητικά. Αυτό που θα είχε νόημα θα ήταν να επισημάνουμε τάσεις που εμφανίστηκαν και εμφανίζονται στα συμφραζόμενα των δύο μεγάλων οικονομικών κρίσεων του 1929 κ.ε. και του 2008 κ.ε.
Ο χώρος είναι λίγος για να αναφερθεί κανείς σε εξελίξεις όπως η άνοδος της Ασίας σήμερα (και των ΗΠΑ και ΕΣΣΔ στον Μεσοπόλεμο) και στον ρόλο της κρίσης στην επικύρωση και διεύρυνση των οικονομικών και γεωπολιτικών αλλαγών. Θα πρέπει, επίσης, να αφήσει κανείς ανοιχτό το ερώτημα αν θα υπάρξει στροφή σε προστατευτικές εμπορικές πολιτικές, όπως αυτές που προοιωνίζονται οι τελευταίες κινήσεις των ΗΠΑ. Σε κάθε περίπτωση, μετά από δεκαετίες απελευθέρωσης των αγορών και καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης, το σημείο εκκίνησης βρίσκεται πολύ χαμηλά σε σχέση με τον Μεσοπόλεμο για να μιλήσουμε για επιστροφή στον κρατισμό: δεν μπορεί να υπάρξει σοβαρή σύγκριση με τις συμφωνίες κλήρινγκ και την επιδίωξη της αυτάρκειας κατά τη δεκαετία του 1930.
Ας εστιάσουμε, λοιπόν, στην άνοδο της ριζοσπαστικής Δεξιάς ως κυρίαρχης απάντησης στην κρίση. Ο φασισμός υπήρξε μία από τις πολλές εκδοχές αυταρχικών καθεστώτων που αναδύθηκαν στον Μεσοπόλεμο – και η καλύτερα συντονισμένη με τις ανάγκες της μαζικής πολιτικής. Ξεκινώντας από την Ιταλία του 1921-22, κατέστη το κυρίαρχο ρεύμα της ριζοσπαστικής Δεξιάς μετά την επικράτησή του στη Γερμανία στις αρχές της δεκαετίας του ‘30 και σύντομα διάφορα καθεστώτα άρχισαν να μπαίνουν σε μια διαδικασία εκφασισμού μιμούμενα πλευρές του νέου υποδείγματος (έτσι και ο δικός μας Μεταξάς). Η εγγενής επιθετικότητα και τάση ιμπεριαλιστικής επέκτασης του φασισμού οδήγησε, όταν αυτός κυριάρχησε σε ισχυρές χώρες, στα ανείπωτα εγκλήματα και τις καταστροφές του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Η ιστορία αυτή μάς είναι οικεία και αναφερόμαστε συχνά στους κινδύνους μιας νέας ανόδου του φασισμού. Ομως οι περισσότεροι δεν τη θεωρούμε στ’ αλήθεια πιθανή, όσο ανησυχητικά κι αν βρίσκουμε τα υψηλά ποσοστά του νεοναζιστικού κόμματος στην Ελλάδα και τις εκλογικές επιτυχίες της Ακρας Δεξιάς αλλού. Οι κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις που εγγυώνται τη φιλελεύθερη αστική δημοκρατία φαντάζουν ισχυρές και η αναζήτηση λύσεων σε δημαγωγούς δεν έχει οδηγήσει ώς τώρα σε κάποιο μείζον «ατύχημα». Το πολύ να εντοπίζεται η κυριαρχία μιας συντηρητικής ατζέντας στην πολιτική ζωή για θέματα όπως το Μεταναστευτικό.
Το πρόβλημα με αυτή την αντιμετώπιση των πραγμάτων είναι ότι «ξεχνάει» πως το φιλελεύθερο εκσυγχρονιστικό στρατόπεδο έχει πάψει να αποτελεί τον φάρο της δημοκρατίας, αν δεχτούμε ότι τον αποτελούσε κάποτε. Ζούμε στα χρόνια της «μεταδημοκρατίας», με τους κανόνες λειτουργίας της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας να διατηρούνται κανονικότατα αλλά με τον τόπο λήψης των ουσιαστικών αποφάσεων να βρίσκεται μακριά από τους δημοκρατικούς θεσμούς. Αλλά δεν πρόκειται μόνο γι’ αυτό. Οι φιλελεύθεροι αρέσκονται να καταλαμβάνουν το κέντρο της πολιτικής ζωής και να συνδέουν τη «μέση οδό» που κηρύσσουν με τη μετριοπάθεια. Είναι όμως πασίγνωστη η ριζοσπαστικοποίηση των πολιτικών που ακολουθούνται τις τελευταίες δεκαετίες από τους νεοφιλελεύθερους ή σοσιαλφιλελεύθερους εκσυγχρονιστές και τα αποτελέσματά τους: η ανατροπή των ισορροπιών του μεταπολεμικού κοινωνικού συμβολαίου, το σάρωμα κατακτήσεων του κόσμου της εργασίας και μορφών προστασίας των λαϊκών τάξεων από την όξυνση των ανισοτήτων που παράγει ο καπιταλισμός. Ο συνδυασμός των ακραίων αυτών πολιτικών με την αποδοχή ότι για την επιβολή τους απαιτείται κάποιου είδους περιορισμός των δικαιωμάτων έχει παραγάγει αυτό που ο Ταρίκ Αλί αποκάλεσε «ακραίο Κέντρο». Το να προστατεύεις τον λαό από την ψήφο του, όπως έκανε ο πρόεδρος της Ιταλικής Δημοκρατίας αποσπώντας επιδοκιμασίες και στην Ελλάδα, αποτελεί ένα πρόσφατο τυπικό παράδειγμα της σχετικής αδιαφορίας για την πολιτική νομιμοποίηση που χαρακτηρίζει το ακραίο Κέντρο μπροστά σε ανώτερα αγαθά όπως η θωράκιση του TINA (There Is No Alternative – Δεν Υπάρχει Εναλλακτική) της Ευρωπαϊκής Ενωσης.
Δεν είναι κάπως υπερβολικό να βλέπουμε τον κίνδυνο της αυταρχικής εκτροπής κυρίως στην εμπέδωση χαρακτηριστικών τύπου «ακραίου Κέντρου» στα κυρίαρχα κόμματα; Δυο επιπλέον επιχειρήματα μπορούν να διατυπωθούν εδώ. Το ένα αφορά τις συνθήκες ανόδου του μεσοπολεμικού φασισμού. Αυτός δεν υπήρξε απλώς ένα μαζικό κίνημα καθοδηγούμενο από γελοίους ηγέτες που κέρδισε την εκλογική πλειοψηφία. Για την επιτυχία του ήταν καθοριστική η στήριξη που είχε από τις συντηρητικές οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές ελίτ: όπου αυτή απουσίασε, τα φασιστικά κινήματα ήταν αποτυχημένα. Για το άμεσο μέλλον, ο σχηματισμός συνασπισμών εξουσίας δυνάμεων του ακραίου Κέντρου με γνήσια ακροδεξιά κόμματα διαφαίνεται ως μια απολύτως νομιμοποιημένη επιλογή χάριν των ανώτερων αγαθών που είπαμε. Ας μην ξεχνάμε εδώ τα συμφραζόμενα της οικονομικής κρίσης και της ανάδυσης διεθνώς καπιταλισμών με λιγότερες δεσμεύσεις ως προς την προστασία των δημοκρατικών και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων απ’ όσες είχαν επιτευχθεί στις δυτικές χώρες – οι οποίες καλούνται να τους ανταγωνιστούν χωρίς τα οικονομικά βαρίδια της δημοκρατίας.
Δεύτερον, έχει πλέον αποτυπωθεί και σε παγκόσμιες έρευνες γνώμης η εντεινόμενη αυταρχική ροπή του Κέντρου. Από έρευνες που ανέλυσε ο Ντέιβιντ Αντλερ («New York Times», 23 Μαΐου 2018), προκύπτει ότι όσοι τοποθετούν τον εαυτό τους στο Κέντρο εκτιμούν ότι «η δημοκρατία είναι ένα πολύ καλό πολιτικό σύστημα» σε ποσοστό μόλις 42% στην Ευρώπη (έναντι περίπου 50% όσων αυτοτοποθετούνται στην Ακρα Αριστερά και στην Ακρα Δεξιά) και 33% στις ΗΠΑ (έναντι 55% όσων αυτοτοποθετούνται στην Ακρα Αριστερά και 40% της Ακρας Δεξιάς). Την άποψη ότι τα πολιτικά δικαιώματα που προστατεύουν από την κρατική καταπίεση είναι ένα ουσιώδες χαρακτηριστικό της δημοκρατίας υποστήριξε μόλις το ένα τέταρτο των κεντρώων στις ΗΠΑ και το 40% σε Γερμανία και Ισπανία, επίσης σε μικρότερο βαθμό από την «Ακρα Αριστερά» και την «Ακρα Δεξιά».
Αυτό που είναι ίσως ακόμα πιο ανησυχητικό είναι ότι δεν διαφαίνεται η δύναμη που θα αποτελέσει, αν μη τι άλλο, το αντίβαρο που θα κρατήσει τις εξελίξεις μακριά από τους πειρασμούς της εκτροπής που νιώθει το ακραίο Κέντρο και ούτως ή άλλως ευαγγελίζεται η Ακρα Δεξιά. Τη δεκαετία του 1930, μαζί με την άνοδο του φασισμού, είχαμε και την ελπίδα που για πολλούς αντιπροσώπευε η Σοβιετική Ενωση, την άνοδο της σοσιαλδημοκρατίας στη Σουηδία, το New Deal στις ΗΠΑ. Η νίκη του ΣΥΡΙΖΑ το 2015 αποτέλεσε διεθνώς σημείο καμπής για τις προσδοκίες αριστερής διεξόδου από την κρίση, και τα κοινωνικά κινήματα δεν δείχνουν σημάδια εξόδου από την παρατεταμένη κάμψη τους.
Ο Νίκος Ποταμιάνος είναι διδάκτωρ Νεότερης και Σύγχρονης Ιστορίας του Πανεπιστημίου Κρήτης