Η ελάφρυνση του χρέους που συμφωνήθηκε δεν είναι κάτι περισσότερο ή κάτι λιγότερο απ’ αυτό που λένε οι λέξεις. Πρόκειται για διευκολύνσεις στην εξυπηρέτηση του χρέους, ώστε να εξομαλύνονται οι υψηλές πληρωμές σε ορισμένα χρόνια και να μοιράζονται περισσότερο ισομερώς στον χρόνο. Διασφαλίζεται, έτσι, η ομαλή χρηματοδότηση των δανείων που λήγουν. Ο,τι επετεύχθη είναι σε αρμονία με τις υποσχέσεις που είχαν δοθεί προς την Ελλάδα σε προηγούμενα Συμβούλια Υπουργών Οικονομικών της Ευρωζώνης. Σε καμία περίπτωση, βεβαίως, δεν πρόκειται για μείωση του χρέους.

Τι αλλάζει;

Με τις ρυθμίσεις που αποφασίστηκαν, διασφαλίζεται διαχρονικά, και σε δόσεις, η οιονεί βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους. Οι μεταφορές πληρωμών τόκων και χρεολυσίων στο μέλλον διασφαλίζουν ότι οι ακαθάριστες δανειακές ανάγκες του κράτους (χρεολύσια ± δημοσιονομικό έλλειμμα ή πλεόνασμα) δεν θα υπερβαίνουν ποτέ το 15% του ΑΕΠ, καθώς σε διαφορετική περίπτωση το χρέος θα θεωρείται μη βιώσιμο και θα δυσκολεύει η προσφυγή στις αγορές για την ανανέωση των δανείων που λήγουν. Ολα αυτά, βεβαίως, υπό την προϋπόθεση ότι η χώρα επιτυγχάνει πρωτογενή πλεονάσματα (τα έσοδα του κράτους να υπερκαλύπτουν τις δαπάνες του, εξαιρουμένων των πληρωμών τόκων) ύψους 3,5 π.μ. του ΑΕΠ μέχρι το 2022 και κατά μέσο όρο 2,2 π.μ. του ΑΕΠ την περίοδο από εκεί και πέρα μέχρι το 2060.

Τι σημαίνει πρακτικά;

Εφόσον διατηρούμε τη δημοσιονομική πειθαρχία των υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων, υπάρχει πλέον η δέσμευση ότι το χρέος θα εξυπηρετείται κανονικά από τις αγορές και με ευνοϊκούς όρους για τη χώρα μας. Η βεβαιότητα αυτή λογικά πρέπει να δημιουργήσει μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στις αγορές και στους επενδυτές, ώστε να γίνουν επενδύσεις. Σε μια χώρα που διψά για ανάπτυξη, ύστερα από μια απώλεια του 1/4 των εισοδημάτων της χώρας στα χρόνια της προσαρμογής των Μνημονίων. Η δημοσιονομική πειθαρχία και η ελάφρυνση του χρέους μπορεί να είναι αναγκαίες συνθήκες για την ανάπτυξη, αλλά από μόνες τους δεν φτάνουν. Βασική προϋπόθεση είναι η δημιουργία ενός φιλικού προς την επιχειρηματικότητα και τις επενδύσεις περιβάλλοντος, ώστε να διευκολύνονται, και όχι να εμποδίζονται, οι επενδυτές που θέλουν να επενδύσουν στη χώρα μας. Πρέπει, επίσης, να μειωθεί η εξαντλητική φορολογία στην εργασία και τις επιχειρήσεις και να δοθούν φορολογικά κίνητρα στις επιχειρήσεις που κάνουν επενδύσεις.

Επιμύθιο

Μας δίνεται σήμερα η ευκαιρία να αφήσουμε πίσω μας την Ελλάδα των ελλειμμάτων, του δημοσιονομικού εκτροχιασμού και του άφρονος δανεισμού. Ηδη η οικονομία ανακάμπτει με οδηγό τις ιδιωτικές επενδύσεις και τις εξαγωγές αγαθών (μεταποίηση βασικά) και υπηρεσιών (τουρισμός, ναυτιλία κ.λπ.). Η ιδιωτική κατανάλωση, όμως, παραμένει ασθενής, καθώς το διαθέσιμο εισόδημα συμπιέζεται από την υπερφορολόγηση και τη λιτότητα (περικοπές συντάξεων κ.λπ.). Αλλά και η υποκατάσταση εισαγωγών δεν έχει τη δυναμική που απαιτείται για την αναπτυξιακή εκτίναξη της εξωστρέφειας. Κλειδί παραμένουν οι επενδύσεις. Παρά την ανάκαμψη, πολλά μένουν να γίνουν. Απαιτείται προς τούτο ένα «μνημόνιο» ελληνικής έμπνευσης και ιδιοκτησίας, με φιλεπενδυτικές μεταρρυθμίσεις, που θα ξεχωρίζει τη χώρα μας στις διεθνείς αγορές ως επενδυτικό προορισμό υψηλών προδιαγραφών. Η κυβέρνηση χρειάζεται να βγει και να διαφημίσει τη χώρα, να καλέσει επενδυτές και κεφάλαια να επενδυθούν σε χιλιάδες ευκαιρίες που παραμένουν ανεκμετάλλευτες και που πρέπει να παρουσιαστούν στο επενδυτικό κοινό, το οποίο ψάχνει πού να επενδύσει τα χρήματά του, και να γίνουν ελκυστικές. Αλλες χώρες το κάνουν. Πρέπει να το κάνουμε κι εμείς. Είναι περισσότερο βέβαιο από ποτέ ότι οι συνθήκες είναι ευνοϊκές. Ας τις εκμεταλλευθούμε. Και ας μην εμπλακούμε, για άλλη μία φορά, σε αυτοκαταστροφικές συμπεριφορές.

O Μιχάλης Μασουράκης είναι επικεφαλής οικονομολόγος του ΣΕΒ