Το ημερολόγιο γράφει 30 Ιουνίου και σαν σήμερα πριν από είκοσι τέσσερα χρόνια γραφόταν ο θλιβερός επίλογος μιας ιστορίας που ενώ επέπρωτο να είναι χαρούμενη, εντούτοις κατέληξε πονεμένη και πένθιμη…
Ηταν Πέμπτη (30 Ιουνίου του 1994), μα για το ελληνικό ποδόσφαιρο θύμιζε ατμόσφαιρα Μεγάλης Παρασκευής!
Εκεί λοιπόν που τα ‘χαμε χύμα με τον Μαραντόνα (ο οποίος μούνταρε κιόλας στις οθόνες μας με λύσσα και με ουρλιαχτά), τον Μπατιστούτα, τον Στόιτσκοφ, τον Λέτσκοφ και τον Σιράκοφ, μας ήρθαν και τα έσχατα τσουβαλάτα με τον Φίνιντι και τον Αμοκάτσι και γίναμε από δυο χωριά χωριάτες!
Η Ελλάδα λαχτάραγε να σουλατσάρει στην ελίτ του Μουντιάλ επί 64 χρόνια, αλλά η παρθενική συμμετοχή της ολοκληρώθηκε με συνοπτικές διαδικασίες και κατέληξε σε φιάσκο με τρεις ήττες σε ισάριθμους αγώνες, χώρια τα δέκα γκολ που φορτώσαμε στην καμπούρα μας (έναντι μηδενός υπέρ ημών) και τα εκτελωνίσαμε πληρώνοντας τα μαλλιοκέφαλά μας!
Τότε η Εθνική και συλλήβδην το ελληνικό ποδόσφαιρο βίωσαν μια τραυματική εμπειρία που απέβη εξόχως διδακτική στο μέλλον. Βεβαίως αυτή η μαθησιακή διαδικασία και ο παραδειγματισμός λειτούργησαν με… χρονοκαθυστέρηση, υπό την έννοια ότι απαιτήθηκε μια δεκαετία μέχρι να βρούμε τη σωστή περπατησιά μας και ξαφνικά, απρόσμενα και ανέλπιστα να εκτοξευθούμε στον έβδομο ουρανό.
Τέτοιες μέρες το 1994 η Εθνική πλήρωνε την αμάθεια, την απειρία, τις παθογένειες, τις αγκυλώσεις και την αδυναμία της να αναχαιτίσει τον νεοπλουτισμό και να περιχαρακώσει το άβατόν της, με αποτέλεσμα να καταντήσει περιπλανώμενος θίασος.
Εμεινε ένα στίγμα από τότε, αλλά ουδέν κακόν αμιγές καλού, όπως πρέσβευαν οι στωικοί φιλόσοφοι της αρχαιότητος: Εμεινε επίσης ως διαθήκη του συχωρεμένου του Αλκέτα Παναγούλια εκείνος ο συγκλονιστικός μονόλογός του μέσα στα αποδυτήρια, όπου βαράει μπουνιές σε ένα τραπέζι, βρίζει και ωρύεται «έναν βαθμό να πάρετε και ένα γκολ. Τι σας ζητάω;».