Παρά το ότι η Ιστορία δεν επαναλαμβάνεται, η εξέλιξη σε παγκόσμια κλίμακα μετά το 2008 θυμίζει έντονα, και ανησυχητικά, τον Μεσοπόλεμο. Η στροφή σε λαϊκιστικά κινήματα τα οποία αμφισβητούν την οικονομία της αγοράς, ή καλύτερα, τις συνέπειές της, τα ανοιχτά σύνορα και τον πολιτικό και κοινωνικό πλουραλισμό, είναι εξέλιξη που χαρακτηρίζει την εποχή μας. Πλήττονται ιδίως η σοσιαλδημοκρατία και οι προοδευτικές πολιτικές τάσεις. Αυτές συρρικνώνονται και περιθωριοποιούνται προς όφελος των υπερσυντηρητικών λαϊκιστικών ρευμάτων ή κινήσεων της ριζοσπαστικής Αριστεράς, αν και η τελευταία έχει περισσότερο εντοπισμένη επιρροή, κυρίως στη Νότια Ευρώπη και τη Λατινική Αμερική, και όχι γενικευμένη απήχηση όπως η λαϊκιστική Δεξιά.
Οι αναλογίες με τον Μεσοπόλεμο είναι ανησυχητικές και προφανείς. Η οικονομική κρίση του 1929 στις Ηνωμένες Πολιτείες πέρασε στην ηπειρωτική Ευρώπη και τη Βρετανία το 1931. Στις περισσότερες περιπτώσεις, πιο χαρακτηριστική η Γερμανία της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, οι δημοκρατίες σαρώθηκαν καθώς μεγάλες κοινωνικές πλειοψηφίες μεσαίων αλλά και λαϊκών στρωμάτων έχασαν την εμπιστοσύνη τους στην ικανότητα των κοινοβουλευτικών κομμάτων, ιδίως της σοσιαλδημοκρατίας, να διαχειριστούν την κατάσταση και να εξασφαλίσουν ένα ελάχιστο ευημερίας. Τη στροφή στον εθνικοσοσιαλισμό ή διάφορες παραλλαγές αυταρχικών και φασιστικών καθεστώτων ενθάρρυναν και οι οικονομικές και κοινωνικές ελίτ, έντρομες από τον φόβο της κοινωνικής ανατροπής που εκπροσωπούσε η Τρίτη Διεθνής και τα κομμουνιστικά κόμματα, φορείς του σοβιετικού μοντέλου.
Αυτή είναι μία βασική διαφορά του 21ου αιώνα από τον Μεσοπόλεμο. Σήμερα δεν προτείνεται ένα εναλλακτικό πρότυπο οικονομικής, κοινωνικής και πολιτικής οργάνωσης. Η δημοκρατία και ο φιλελεύθερος τρόπος ζωής κινδυνεύουν από έναν εντεινόμενο εκφυλισμό των θεσμών και την κατάρρευση των ελάχιστων προϋποθέσεων για την ομαλή λειτουργία τους: την πίστη στον ορθό λόγο ως μέσου επίλυσης προβλημάτων και στην ιδέα της προόδου με την έννοια της προσωπικής και συλλογικής προσπάθειας για τη βελτίωση των όρων της ζωής. Τα μεσαία και τα λαϊκά στρώματα είναι ανασφαλή και οργισμένα και οι οικονομικές ελίτ προσπαθούν να αποχωριστούν από το κοινωνικό τους πλαίσιο αξιοποιώντας την κινητικότητα που τους προσφέρει η παγκοσμιοποίηση. Αυτός ο κλονισμός δίνει το πλεονέκτημα στα λαϊκιστικά κόμματα της Δεξιάς. Αυτά, αν και έχουν σαφείς αυταρχικές τάσεις, δεν είναι, ακόμα τουλάχιστον, φασιστικά, αλλά αποδεικνύονται ικανά να ανακινήσουν αρχέγονες φοβίες και να κινητοποιήσουν τις κοινωνίες στη βάση πολιτικών της ταυτότητας, όχι του ορθολογισμού και της προόδου.
Η ροπή προς τον προστατευτισμό παρουσιάζει επίσης αναλογίες με τον Μεσοπόλεμο. Οφείλεται στην αδυναμία των ανεπτυγμένων δυτικών οικονομιών, ιδίως παραδοσιακών βιομηχανικών κλάδων τους, να ανταγωνιστούν τους αναδυόμενους ασιατικούς κολοσσούς. Αυτό σήμαινε υπονόμευση της μεταπολεμικής ευημερίας και της ανισότητας την οποία επέτεινε το άνοιγμα των αγορών στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης. Παρά το ενδεχόμενο ενός εμπορικού πολέμου και της διαμόρφωσης τομέων ή υποτομέων της οικονομίας που θα είναι περισσότερο προστατευμένοι από άλλους, δεν είναι πολύ πιθανό εντούτοις να επιστρέψουμε σε μια εποχή κλειστών αγορών αν λάβουμε υπόψη την κίνηση των κεφαλαίων και την αλληλεξάρτηση των οικονομιών.
Ο Μεσοπόλεμος χαρακτηρίστηκε ασφαλώς από τον ολοκληρωτισμό και τη χρήση μαζικής βίας, ας θυμηθούμε εκτός από τον ναζισμό και τις τεράστιες ανθρώπινες απώλειες στη Σοβιετική Ενωση στο πλαίσιο της βίαιης εκβιομηχάνισης. Παρά ταύτα, στη δεκαετία του ’30, η δημοκρατία είχε επιβιώσει στη Βρετανία, τη Γαλλία και σε μερικές ακόμα ευρωπαϊκές χώρες. Ακόμα περισσότερο, θα εφαρμοζόταν στην Αμερική το New Deal, η Νέα Συμφωνία, που ανανέωσε την οικονομία της αγοράς και τους αντιπροσωπευτικούς θεσμούς με δημοκρατικό τρόπο και απετέλεσε τη βάση του μεταπολεμικού κοινωνικού συμβολαίου. Ηταν αποτέλεσμα της πίστης στον ορθό λόγο και στην πρόοδο. Παρά τη διάχυτη απαισιοδοξία που επικρατούσε τότε, όπως και σήμερα, κινητοποίησε έναν ευρύτατο συνασπισμό επιχειρήσεων, διανοουμένων, μεσαίων και λαϊκών στρωμάτων. Μια νέα διευθέτηση αναζητείται και σήμερα και δεν πρέπει να αποκλείουμε προκαταβολικά την πιθανότητα να προκύψει.
Ο Σωτήρης Ριζάς είναι διευθυντής ερευνών στο Κέντρο Ερευνας Ιστορίας Νεότερου Ελληνισμού της Ακαδημίας Αθηνών