«Ο κόσμος πρέπει να καταλάβει ότι ο Μαραντόνα δεν είναι μηχανή που χαρίζει ευτυχία». Ηταν η φράση που χαράχτηκε στην ψυχή του Μαραντόνα, όπως ο ίδιος περιγράφει στην αυτοβιογραφία του και την επαναλαμβάνει μέχρι σήμερα.
Από το ίδιο βήμα, στις 19 Ιουνίου χαρακτήριζα τον Ντιέγκο Μαραντόνα καρικατούρα. Οι κάμερες δεν τον είχαν συλλάβει ακόμα να παραπαίει, να επιδεικνύει τα δάκτυλα του θεού, να χρειάζεται ιατρική βοήθεια και να γίνεται περίγελος του κόσμου. Ηταν όμως θέμα χρόνου να γίνει –και έγινε.
Γιατί αυτός ήταν, είναι και θα παραμείνει μέχρι την τελευταία ημέρα της ζωής του: ο Μαραντόνα. Τεράστιος στους αγωνιστικούς χώρους, νάνος μακριά απ’ αυτούς.
Η ζωή του είχε πολλές μπουγάδες και άλλα τόσα απόνερα. Για τα ναρκωτικά, γράφει στην αυτοβιογραφία του, τα ξεκίνησε ως μία ακόμα πλακίτσα. Το απαίδευτο μυαλό δεν μπορούσε να αντιληφθεί το δράμα, όπως ο ίδιος το χαρακτηρίζει, που θα ζούσε αργότερα.
Στα 25 του, όταν πήγε στη Νάπολι, δεν είχε δεκάρα τσακιστή. Του είχαν φάει τα χρήματα οι έμπιστοί του. Ο ποδοσφαιρικός ήρωας της εποχής ήταν άφραγκος και χρωστούσε σε όλο τον κόσμο.
Ο βασιλιάς είχε μετατραπεί με δική του ευθύνη σε υποπόδιο των παραγόντων. Γοητεύτηκε από τη Μαφία και τον τρόπο που λειτουργούσε. Του χάριζαν χρυσά Ρόλεξ και πανάκριβα αυτοκίνητα κι αυτός μετά τους ρωτούσε: «Τώρα τι πρέπει να κάνω εγώ για σας;». Αφελής; Ανόητος; Σκέτο Μαραντόνα.
Ορκιζόταν πως το Μουντιάλ του 1990 ήταν στημένο ώστε να παίξουν στον τελικό η Ιταλία με τη Γερμανία. Κι αυτός τι έκανε; Δάγκωσε το χέρι που του χάριζε τα δώρα. Και το πλήρωσε με τις αμαρτίες του παρελθόντος. Αυτές τις χαρακιές που προκάλεσε ο ίδιος από αδεξιότητα, από απαιδευσιά και ποτέ δεν έκρυψε, γιατί νόμιζε πως ο κόσμος θα γονατίζει πάντοτε μπροστά στο θεϊκό δώρο. Επειδή είναι ο Μαραντόνα.