Αγαπώ ιδιαίτερα την Αθήνα. Στην πρώτη κυβερνητική μου θέση, το καλοκαίρι του 1982, ως υφυπουργός Εμπορίου, είχα αναλάβει και την προστασία του καταναλωτή. Είχα διάφορες επώνυμες καταγγελίες ότι το Τμήμα Αγορανομίας, που παρενέβαινε στην Κεντρική και στη Βαρβάκειο Αγορά, ήταν διεφθαρμένο μέχρι το κόκαλο. Μου συνέστησαν τότε έναν λαμπρό, νεαρό αστυνομικό, που είχε μόλις αποφοιτήσει από τη σχετική σχολή βαθμοφόρων. Τον κάλεσα στο γραφείο μου και του είπα να μη φοβάται τίποτα, ότι δεν παίρνω από λόγια και ότι πρέπει να εφαρμοστεί ο νόμος σε όλους χωρίς καμία διάκριση. Μερικές μέρες μετά πήρα από τον άριστο αυτόν αστυνομικό έναν κατάλογο των πρώτων κινήσεών του. Μεταξύ άλλων προέβλεπε το κλείσιμο μιας ταβερνούλας στην οποία σύχναζα με μια παρέα χονδρεμπόρων της αγοράς και που δεν είχε όνομα ούτε ταμπέλα, απλώς παρατσούκλι από κάποια ιδιομορφία του κτιρίου. Το ταβερνείο είναι ακόμα ανοιχτό και τρέφει πάντα το ίδιο μεικτό δείγμα ανθρώπων που συχνάζουν εκεί: χονδρέμποροι, λιανέμποροι, ζητιάνοι, προοδευτικοί διανοούμενοι και σνομπ με φανταχτερές γκόμενες.
Οταν πήρα την αναφορά του εμπνευσμένου από εμένα αστυνομικού τον κάλεσα να έρθει το βράδυ από το γραφείο του υπουργείου. Του είπα ότι εκεί συχνάζουν συστηματικά έμποροι της αγοράς που δεν θα πήγαιναν αν δεν υπήρχε πρόβλημα υγιεινής. Του είπα βεβαίως να κάνει ό,τι νομίζει αλλά πρέπει να ξέρει ότι συχνάζω και εγώ εκεί. Το τελευταίο νομίζω ότι τον έπεισε. Πήγα προ ημερών στο ταβερνείο μου. Ο ένας απ’ τους σπαταναίους συνιδιοκτήτες έχει αποβιώσει. Ο άλλος συνεχίζει. Καμιά δεκαριά αγορανομικές παραβάσεις φαίνονται με γυμνό μάτι μόλις αρχίζεις να κατεβαίνεις τα σκαλιά του υπογείου. Αυτό όμως ζει και βασιλεύει και τρέφει γενεές Αθηναίων που έχουν την εργασία τους στο κέντρο του κέντρου.
Διηγούμαι αυτήν την ιστορία για να δείξω ότι δεν εμπνέομαι κατά τη συγγραφή αυτού του άρθρου από ευρωπαϊκές εκσυγχρονιστικές ιδέες. Ούτε από το ύψος της μορφωτικής και ταξικής μου υπεροχής ρίχνω κεραυνούς στους ανθρώπους που προσπαθούν να βγάλουν το ψωμί τους.
Κατοικώ στο κέντρο του κέντρου της πόλης. Οταν βγω από το σπίτι συνήθως οδηγώ και ταλαιπωρούμαι αφάνταστα από τα φορτηγά, που στα στενά δρομάκια του κέντρου (καμιά φορά και στις λεωφόρους) ξεφορτώνουν τα πιο απίθανα είδη με νωχελικό ρυθμό και αν τους θυμίσεις την παρουσία σου σε βρίζουν ή σε απειλούν. Γνωρίζω ότι υπάρχουν ορισμένες ώρες πριν από το άνοιγμα των μαγαζιών που η τροφοδοσία τους είναι νόμιμη και επιτρεπτή. Γνωρίζω επίσης ότι επί δεκαετίες τώρα ο σχετικός νόμος δεν επιβάλλεται. Γνωρίζω τέλος ότι μια παρέα από σέξι νεαρές και μυώδεις νεαρούς, που συχνάζει κεφάτη στο τυροπιτάδικο της γωνίας κοντά στο γραφείο μου, είναι αστυνομικοί του Δήμου. Αστυνομικοί; Ναι, βέβαια. Αμα θέλετε το πιστεύετε, γιατί κατά τα άλλα ούτε στολή φοράνε ούτε καπέλο.
Ο Δήμος Αθηναίων είναι μια εξουσία κοντά στον λαό. Οσο κοντά γίνεται. Εχει περάσει από τα χέρια πλειοψηφιών που εκπροσωπούν όλες τις πολιτικές και ιδεολογικές παρατάξεις. Λαμπρές προσωπικότητες έχουν κατά καιρούς επιλεγεί ως δήμαρχοι. Ακόμα περισσότεροι έχουν διαγωνιστεί για αυτήν την τιμή. Κανείς όμως δεν έκανε θέμα του την εφαρμογή των νόμων.
Πήγα για πρώτη φορά στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής ως βουλευτής της πλειοψηφίας μετά το 1981. Μέχρι τότε οι κατά τόπους διπλωματικές Αρχές της μεγαλύτερης δημοκρατίας του κόσμου ηρνούντο να μου χορηγήσουν θεώρηση διαβατηρίου. Στη Νέα Υόρκη έμενα στο Stuyvesant. Ενα συγκρότημα πολυκατοικιών ιδιωτικής πολεοδόμησης πάνω στον 14ο Δρόμο. Στο απέναντι πεζοδρόμιο, αν διέσχιζες τον δρόμο που δεν ήταν ιδιαίτερα φαρδύς για το σημείο αυτό, άλλαζες όχι απλώς γειτονιά αλλά και χώρα. Μετανάστες από τη Λατινική Αμερική, κατά πλειοψηφία χωρίς χαρτιά, κατοικούσαν σε εξαθλιωμένες και ερειπωμένες παλαιές κατασκευές του «Μπάριο» όπως το ονόμαζαν. Ομιλείτο αποκλειστικά η ισπανική. Δεκάδες άνεργοι καθόντουσαν στον ήλιο των πεζοδρομίων και το εμπόριο ναρκωτικών έδινε κι έπαιρνε. Η πρώτη συμβουλή των αμερικανών φίλων που μας φιλοξενούσαν ήταν να μη διασχίσουμε ποτέ αυτόν τον δρόμο, να μην αποπειραθούμε να διεισδύσουμε ποτέ στο «Μπάριο» ό,τι και αν συμβεί.
Η Νέα Υόρκη είχε μια παλιά παράδοση ελέγχου από τα συνδικάτα και το δημοκρατικό κόμμα. Ιρλανδοί, Ιταλοί, Εβραίοι και Ελληνες περιφρουρούσαν τα κεκτημένα τους και αδιαφορούσαν για τους έγχρωμους χειρώνακτες που αποτελούσαν τα θεμέλια της πόλης. Ωσπου ξαφνικά, άγνωστο για ποιους λόγους ακόμη και σήμερα, βγήκε δήμαρχος ένας ιταλός Ρεπουμπλικάνος, ο Τζουλιάνι. Αναμόρφωσε την αστυνομία. Μέσα σε δύο χρόνια αύξησε όλα τα πρόστιμα που εισπράττονταν επιτόπου. Ως διά μαγείας συνοικίες ολόκληρες της πόλης έπαψαν να είναι άντρο εγκληματιών και εστίες εμπορίου ναρκωτικών. Το δόγμα του Τζουλιάνι λεγόταν «μηδενική ανοχή» (zero tolerance).
Αν υπάρχει κάποιος στην πατρίδα μας που η δημαρχία των Αθηναίων του αρκεί και δεν τη βλέπει ως πρώτο σκαλοπάτι για μια μακριά σταδιοδρομία βασισμένη στην πολιτική πελατεία, ας διεκδικήσει την εφαρμογή μιας πολιτικής μηδενικής ανοχής.
Η Αθήνα είναι μια από τις ωραιότερες πόλεις του κόσμου. Εχει φυσικές καλλονές και τρομερό ενδιαφέρον. Ας μαζέψουμε τους υβριστές και τους μπαχαλάκηδες. Ας πειθαρχήσουμε τους κακομαθημένους γόνους. Ας πληρώσουν για τις ζημιές που κάνουν στην πόλη όσοι τις κάνουν. Ας εφαρμοστεί επιτέλους ο νόμος.