Προφανώς η σημερινή εποχή διαφέρει από τη δεκαετία του 1930 από πάρα πολλές απόψεις και η αναζήτηση ομοιοτήτων και διαφορών συχνά μπορεί να λειτουργεί παραπλανητικά. Αυτό που θα είχε νόημα θα ήταν να επισημάνουμε τάσεις που εμφανίστηκαν και εμφανίζονται στα συμφραζόμενα των δύο μεγάλων οικονομικών κρίσεων του 1929 κ.ε. και του 2008 κ.ε.
Ο χώρος είναι λίγος για να αναφερθεί κανείς σε εξελίξεις όπως η άνοδος της Ασίας σήμερα (και των ΗΠΑ και ΕΣΣΔ στον Μεσοπόλεμο) και στον ρόλο της κρίσης στην επικύρωση και διεύρυνση των οικονομικών και γεωπολιτικών αλλαγών. Θα πρέπει, επίσης, να αφήσει κανείς ανοιχτό το ερώτημα αν θα υπάρξει στροφή σε προστατευτικές εμπορικές πολιτικές, όπως αυτές που προοιωνίζονται οι τελευταίες κινήσεις των ΗΠΑ. Σε κάθε περίπτωση, μετά από δεκαετίες απελευθέρωσης των αγορών και καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης, το σημείο εκκίνησης βρίσκεται πολύ χαμηλά σε σχέση με τον Μεσοπόλεμο για να μιλήσουμε για επιστροφή στον κρατισμό: δεν μπορεί να υπάρξει σοβαρή σύγκριση με τις συμφωνίες κλήρινγκ και την επιδίωξη της αυτάρκειας κατά τη δεκαετία του 1930.
Ας εστιάσουμε, λοιπόν, στην άνοδο της ριζοσπαστικής Δεξιάς ως κυρίαρχης απάντησης στην κρίση. Ο φασισμός υπήρξε μία από τις πολλές εκδοχές αυταρχικών καθεστώτων που αναδύθηκαν στον Μεσοπόλεμο –και η καλύτερα συντονισμένη με τις ανάγκες της μαζικής πολιτικής. Ξεκινώντας από την Ιταλία του 1921-22, κατέστη το κυρίαρχο ρεύμα της ριζοσπαστικής Δεξιάς μετά την επικράτησή του στη Γερμανία στις αρχές της δεκαετίας του ’30 και σύντομα διάφορα καθεστώτα άρχισαν να μπαίνουν σε μια διαδικασία εκφασισμού μιμούμενα πλευρές του νέου υποδείγματος (έτσι και ο δικός μας Μεταξάς). Η εγγενής επιθετικότητα και τάση ιμπεριαλιστικής επέκτασης του φασισμού οδήγησε, όταν αυτός κυριάρχησε σε ισχυρές χώρες, στα ανείπωτα εγκλήματα και τις καταστροφές του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Η ιστορία αυτή μάς είναι οικεία και αναφερόμαστε συχνά στους κινδύνους μιας νέας ανόδου του φασισμού. Ομως οι περισσότεροι δεν τη θεωρούμε στ’ αλήθεια πιθανή, όσο ανησυχητικά κι αν βρίσκουμε τα υψηλά ποσοστά του νεοναζιστικού κόμματος στην Ελλάδα και τις εκλογικές επιτυχίες της Ακρας Δεξιάς αλλού. Οι κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις που εγγυώνται τη φιλελεύθερη αστική δημοκρατία φαντάζουν ισχυρές και η αναζήτηση λύσεων σε δημαγωγούς δεν έχει οδηγήσει ώς τώρα σε κάποιο μείζον «ατύχημα». Το πολύ να εντοπίζεται η κυριαρχία μιας συντηρητικής ατζέντας στην πολιτική ζωή για θέματα όπως το Μεταναστευτικό.
Το πρόβλημα με αυτή την αντιμετώπιση των πραγμάτων είναι ότι «ξεχνάει» πως το φιλελεύθερο εκσυγχρονιστικό στρατόπεδο έχει πάψει να αποτελεί τον φάρο της δημοκρατίας, αν δεχτούμε ότι τον αποτελούσε κάποτε. Ζούμε στα χρόνια της «μεταδημοκρατίας», με τους κανόνες λειτουργίας της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας να διατηρούνται κανονικότατα αλλά με τον τόπο λήψης των ουσιαστικών αποφάσεων να βρίσκεται μακριά από τους δημοκρατικούς θεσμούς. Αλλά δεν πρόκειται μόνο γι’ αυτό. Οι φιλελεύθεροι αρέσκονται να καταλαμβάνουν το κέντρο της πολιτικής ζωής και να συνδέουν τη «μέση οδό» που κηρύσσουν με τη μετριοπάθεια. Είναι όμως πασίγνωστη η ριζοσπαστικοποίηση των πολιτικών που ακολουθούνται τις τελευταίες δεκαετίες από τους νεοφιλελεύθερους ή σοσιαλφιλελεύθερους εκσυγχρονιστές και τα αποτελέσματά τους: η ανατροπή των ισορροπιών του μεταπολεμικού κοινωνικού συμβολαίου, το σάρωμα κατακτήσεων του κόσμου της εργασίας και μορφών προστασίας των λαϊκών τάξεων από την όξυνση των ανισοτήτων που παράγει ο καπιταλισμός. Ο συνδυασμός των ακραίων αυτών πολιτικών με την αποδοχή ότι για την επιβολή τους απαιτείται κάποιου είδους περιορισμός των δικαιωμάτων έχει παραγάγει αυτό που ο Ταρίκ Αλί αποκάλεσε «ακραίο Κέντρο». Το να προστατεύεις τον λαό από την ψήφο του, όπως έκανε ο πρόεδρος της Ιταλικής Δημοκρατίας αποσπώντας επιδοκιμασίες και στην Ελλάδα, αποτελεί ένα πρόσφατο τυπικό παράδειγμα της σχετικής αδιαφορίας για την πολιτική νομιμοποίηση που χαρακτηρίζει το ακραίο Κέντρο μπροστά σε ανώτερα αγαθά όπως η θωράκιση του TINA (There Is No Alternative – Δεν Υπάρχει Εναλλακτική) της Ευρωπαϊκής Ενωσης.
Δεν είναι κάπως υπερβολικό να βλέπουμε τον κίνδυνο της αυταρχικής εκτροπής κυρίως στην εμπέδωση χαρακτηριστικών τύπου «ακραίου Κέντρου» στα κυρίαρχα κόμματα; Δυο επιπλέον επιχειρήματα μπορούν να διατυπωθούν εδώ. Το ένα αφορά τις συνθήκες ανόδου του μεσοπολεμικού φασισμού. Αυτός δεν υπήρξε απλώς ένα μαζικό κίνημα καθοδηγούμενο από γελοίους ηγέτες που κέρδισε την εκλογική πλειοψηφία. Για την επιτυχία του ήταν καθοριστική η στήριξη που είχε από τις συντηρητικές οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές ελίτ: όπου αυτή απουσίασε, τα φασιστικά κινήματα ήταν αποτυχημένα. Για το άμεσο μέλλον, ο σχηματισμός συνασπισμών εξουσίας δυνάμεων του ακραίου Κέντρου με γνήσια ακροδεξιά κόμματα διαφαίνεται ως μια απολύτως νομιμοποιημένη επιλογή χάριν των ανώτερων αγαθών που είπαμε. Ας μην ξεχνάμε εδώ τα συμφραζόμενα της οικονομικής κρίσης και της ανάδυσης διεθνώς καπιταλισμών με λιγότερες δεσμεύσεις ως προς την προστασία των δημοκρατικών και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων απ’ όσες είχαν επιτευχθεί στις δυτικές χώρες –οι οποίες καλούνται να τους ανταγωνιστούν χωρίς τα οικονομικά βαρίδια της δημοκρατίας.
Δεύτερον, έχει πλέον αποτυπωθεί και σε παγκόσμιες έρευνες γνώμης η εντεινόμενη αυταρχική ροπή του Κέντρου. Από έρευνες που ανέλυσε ο Ντέιβιντ Αντλερ («New York Times», 23 Μαΐου 2018), προκύπτει ότι όσοι τοποθετούν τον εαυτό τους στο Κέντρο εκτιμούν ότι «η δημοκρατία είναι ένα πολύ καλό πολιτικό σύστημα» σε ποσοστό μόλις 42% στην Ευρώπη (έναντι περίπου 50% όσων αυτοτοποθετούνται στην Ακρα Αριστερά και στην Ακρα Δεξιά) και 33% στις ΗΠΑ (έναντι 55% όσων αυτοτοποθετούνται στην Ακρα Αριστερά και 40% της Ακρας Δεξιάς). Την άποψη ότι τα πολιτικά δικαιώματα που προστατεύουν από την κρατική καταπίεση είναι ένα ουσιώδες χαρακτηριστικό της δημοκρατίας υποστήριξε μόλις το ένα τέταρτο των κεντρώων στις ΗΠΑ και το 40% σε Γερμανία και Ισπανία, επίσης σε μικρότερο βαθμό από την «Ακρα Αριστερά» και την «Ακρα Δεξιά».
Αυτό που είναι ίσως ακόμα πιο ανησυχητικό είναι ότι δεν διαφαίνεται η δύναμη που θα αποτελέσει, αν μη τι άλλο, το αντίβαρο που θα κρατήσει τις εξελίξεις μακριά από τους πειρασμούς της εκτροπής που νιώθει το ακραίο Κέντρο και ούτως ή άλλως ευαγγελίζεται η Ακρα Δεξιά. Τη δεκαετία του 1930, μαζί με την άνοδο του φασισμού, είχαμε και την ελπίδα που για πολλούς αντιπροσώπευε η Σοβιετική Ενωση, την άνοδο της σοσιαλδημοκρατίας στη Σουηδία, το New Deal στις ΗΠΑ. Η νίκη του ΣΥΡΙΖΑ το 2015 αποτέλεσε διεθνώς σημείο καμπής για τις προσδοκίες αριστερής διεξόδου από την κρίση, και τα κοινωνικά κινήματα δεν δείχνουν σημάδια εξόδου από την παρατεταμένη κάμψη τους.
Ο Νίκος Ποταμιάνος είναι διδάκτωρ Νεότερης και Σύγχρονης Ιστορίας του Πανεπιστημίου Κρήτης