Εχουν περάσει μόλις τρία χρόνια από την προσφυγική – μεταναστευτική κρίση του 2015 η οποία κλόνισε συθέμελα τη συνοχή της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Εκ διαμέτρου αντίθετες προσλήψεις, εθνικά συμφέροντα και μονομέρεια στις πρωτοβουλίες ήταν τα κύρια χαρακτηριστικά της προβληματικής λειτουργίας αρκετών κρατών – μελών της ΕΕ εκείνη την περίοδο. Ωστόσο, παρά τους σοβαρούς κλυδωνισμούς, η Ενωση άντεξε και έμεινε ενωμένη, κυρίως χάρη στη στάση της καγκελαρίου Μέρκελ και της Γερμανίας. Ως απάντηση στην κρίση η ΕΕ δρομολόγησε μια σειρά μέτρων και υιοθέτησε ειδικά πολιτικά σχέδια, τα οποία όμως δεν έφεραν τα αναμενόμενα αποτελέσματα. Βασικό πρόβλημα αποτέλεσε ο χαμηλότερος κοινός παρονομαστής στη λήψη των αποφάσεων ώστε να μην ασκηθεί σε αυτές το δικαίωμα της αρνησικυρίας από κάποιο κράτος – μέλος με συνέπεια τα μέτρα να έχουν γενικό χαρακτήρα και η υλοποίησή τους να επαφίεται στην καλή θέληση των κρατών.
Σήμερα, η αποτελεσματική διαχείριση του μεταναστευτικού ζητήματος βρίσκεται ξανά στο προσκήνιο. Σημαντική παράμετρος του προβλήματος είναι οι πολιτικές ισορροπίες σε αρκετά κράτη – μέλη της ΕΕ (Αυστρία, Ιταλία, Ουγγαρία, Πολωνία) που πιέζουν στην κατεύθυνση των σκληρών μέτρων. Επίσης, η πίεση των χριστιανοκοινωνιστών εταίρων της είναι ασφυκτική και οδηγεί την καγκελάριο Μέρκελ στην αναζήτηση λύσεων που θα ικανοποιήσουν και τις δικές τους πεποιθήσεις. Σε αυτό το δύσκολο και φορτισμένο πλαίσιο θα αποφασιστεί η μετεξέλιξη της πολιτικής ασύλου και μετανάστευσης της Ενωσης καθώς και η ενίσχυση της ασφάλειας των εξωτερικών συνόρων. Επί της ουσίας οι ηγέτες των ευρωπαϊκών χωρών καλούνται να επιλέξουν εάν η ΕΕ θα διαχειριστεί ενωμένη και με ενιαία θέση τις μεταναστευτικές πιέσεις ή αν θα οδηγηθούμε σε μονομερείς λύσεις και συμμαχίες προθύμων ή και απρόθυμων όπως οι χώρες Βίσεγκραντ.
Τα σημαντικότερα ζητήματα είναι η αποτελεσματικότερη διαχείριση των εξωτερικών συνόρων μέσω της εξωτερικοποίηση των ελέγχων σε μη ευρωπαϊκά εδάφη και της ενίσχυσης και αναβάθμισης της Ευρωπαϊκής Συνοριοφυλακής και Ακτοφυλακής. Παράλληλα, η εντατικοποίηση της συνεργασίας με χώρες της Βόρειας Αφρικής και της Μέσης Ανατολής μέσω της υπογραφής νέων συμφωνιών στη λογική αυτής με την Τουρκία. Επίσης, δίνεται έμφαση στις αναγκαίες τροποποιήσεις στο ευρωπαϊκό σύστημα ασύλου, κάτι που σχετίζεται με την αναθεώρηση του πλαισίου του Δουβλίνου ώστε να μπορεί η ΕΕ να διαχειριστεί μία ενδεχόμενη νέα έκρηξη προσφυγικών ροών. Τέλος, υπάρχει το ζήτημα της αλληλεγγύης στη διαχείριση των βαρών και της υποστήριξης των κρατών πρώτης γραμμής (Ιταλία, Ελλάδα). Ωστόσο, αυτή τη φορά τα κράτη – μέλη καλούνται να προχωρήσουν και σε μία διαφορετικής μορφής πράξης αλληλεγγύης για να στηρίξουν την καγκελάριο Μέρκελ στις διμερείς συμφωνίες για την επιστροφή μεταναστών.
Σίγουρα, κανένα από αυτά τα ζητήματα δεν συζητιέται για πρώτη φορά. Για όλα η ΕΕ έχει πάρει αποφάσεις και έχει εκπονήσει σχέδια. Για να μπορέσει όμως αυτή τη φορά να διαχειριστεί αποτελεσματικά η Ενωση τη μετανάστευση θα πρέπει να ευοδωθούν δύο βασικές συνθήκες: α) να υπάρξει ενιαία πρόσληψη του προβλήματος και β) ένας μηχανισμός υποχρεωτικής εφαρμογής των αποφάσεων. Σε διαφορετική περίπτωση, η ΕΕ για μία ακόμη φορά θα είναι «σκληρή» στις διακηρύξεις και πλαδαρή στην υλοποίηση. Τέλος, η προσέγγιση της Ελλάδας δεν πρέπει να περιορίζεται σε βραχυχρόνιες προσεγγίσεις, όπως είχαμε κάνει στο παρελθόν, αλλά σε θέσεις που λαμβάνουν υπόψη τους τη δυναμική εξέλιξη του μεταναστευτικού φαινομένου.
Ο Τριαντάφυλλος Καρατράντος είναι διεθνολόγος με ειδικότητα σε θέματα ασφάλειας και διδάσκων στη Σχολή Εθνικής Ασφάλειας