Ενα ανακηρυγμένο μνημείο με ιστορία 700 ετών αναζητεί εκ νέου ταυτότητα λόγω του ελληνικού Δημοσίου: ο Κάμπος της Χίου, η γνωστή για τα εσπεριδοειδή της πεδιάδα, αποτελείται τελικά από αγροτεμάχια ή οικοδομήσιμα οικόπεδα; Το υπουργείο Πολιτισμού υποστηρίζει το πρώτο, όμως το υπουργείο Οικονομικών διατείνεται το δεύτερο! Ανάμεσά τους οι κάτοικοι του Κάμπου, οι οποίοι βρίσκονται σε απόγνωση, καθώς η ΔΟΥ Χίου τους καλεί να αλλάξουν τον χαρακτηρισμό των περιβολιών τους από αγροτεμάχια σε οικόπεδα, παρότι ο Κάμπος θεωρείται αγροτική – οικιστική περιοχή βάσει Προεδρικού Διατάγματος του 1992.
Η Εφορία στοχεύοντας στο γέμισμα των ταμείων της παραβλέπει το Προεδρικό Διάταγμα και αντιμετωπίζει την προστατευόμενη περιοχή ως αποκλειστικά οικιστική. Πρόκειται για 200 κτήματα έκτασης 10 – 15 στρεμμάτων έκαστο, που χαράχθηκαν τον 14ο αιώνα από τη Μαόνα της οικογένειας Ιουστινιάνι, τη γενοβέζικη εμπορική εταιρεία που διαχειριζόταν το μονοπώλιο της μαστίχας και διοικούσε το νησί μέχρι την οθωμανική κατάληψη το 1566.
Στα κτήματα αυτά έχτισαν οι Γενοβέζοι τα αρχοντικά τους: μεγάλες εκτάσεις με δέντρα και καλλιέργειες, μια έπαυλη στη μέση και μαντρότοιχος γύρω γύρω. Αρκετά δεσπόζουν ακόμη στον Κάμπο με τα ζωγραφισμένα ταβάνια τους και τις μεγαλοπρεπείς σκάλες, ενώ τα υπόλοιπα κτίσματα εκεί είναι μετατροπές του 1881, της περιόδου μετά τον καταστροφικό σεισμό που χτύπησε το νησί. Είναι ένα σπάνιο τοπίο, ένα σύμπλεγμα εύφορων αγρών με διατηρητέα οικήματα. Για τον λόγο αυτό το 2015, η Europa Nostra έκρουσε τον κώδωνα του κινδύνου εντάσσοντας τον Κάμπο της Χίου στα επτά πιο απειλούμενα μνημεία πολιτιστικής κληρονομιάς της Ευρώπης. Παρ’ όλ’ αυτά, καμία αντίδραση δεν υπήρξε από την πολιτεία. Οχι μόνο δεν δόθηκαν κίνητρα στους ιδιοκτήτες για την ανάδειξη του Κάμπου σε φορέα οικονομικής ενίσχυσης του τόπου, αλλά πλέον καλούνται να φορολογηθούν ως κάτοχοι τεράστιων οικοπέδων.
Στα τέλη Μαρτίου του 2018, ο Σύλλογος Οι Φίλοι του Κάμπου της Χίου έστειλε επιστολή στον υπουργό Οικονομικών Ευκλείδη Τσακαλώτο ζητώντας αναστολή των ενεργειών «που απειλούν την ύπαρξη του Κάμπου και καταδικάζουν τους εργάτες της γης να τον εγκαταλείψουν», ενώ πρόσφατα πραγματοποιήθηκε συνάντηση αντιπροσωπείας με την υφυπουργό Οικονομικών Κατερίνα Παπανάτσιου. Η υφυπουργός χαρακτήρισε δικαιολογημένες τις αιτιάσεις των κατοίκων, όμως δεν υπήρξε καμία δέσμευση από την πλευρά της πολιτείας. «Η περιοχή του Κάμπου διατηρεί και σήμερα τον αγροτικό της χαρακτήρα παρά τις αντίξοες συνθήκες και τις λανθασμένες αποφάσεις που έχουν ληφθεί διαχρονικά. Απειλείται τόσο λόγω των ριζικών αλλαγών στην αγορά των εσπεριδοειδών όσο και εξαιτίας άλλων σοβαρών προβλημάτων. Η ήδη δυσχερής κατάσταση επιδεινώνεται περαιτέρω, εφόσον με την αλλαγή χαρακτηρισμού των περιβολιών από αγροτεμάχια σε οικόπεδα θα προκύψει αβάστακτη φορολογική επιβάρυνση των κατοίκων που θα τεθούν υπό διωγμό, χωρίς προφανές, συνολικά, δημόσιο όφελος. Εάν συνεχιστεί τα αγροκτήματα να θεωρούνται οικόπεδα και όχι αγροτεμάχια, τότε έχουμε στον Κάμπο αγρότες κατά κύριο επάγγελμα χωρίς αγροτική γη», λέει στα «ΝΕΑ» η Θεανώ Βογιατζή, αρχιτέκτονας και πρόεδρος του Συλλόγου Οι Φίλοι του Κάμπου της Χίου.
Οπως λένε οι κάτοικοι, λόγω του χαρακτηρισμού του Κάμπου ως παραδοσιακού οικισμού η δόμηση υπόκειται σε αυστηρούς περιορισμούς. Η αρτιότητα είναι 8.000 μέτρα και η μέγιστη δόμηση 400 τ.μ., δηλαδή η μισή από ό,τι ισχύει γενικώς για την εκτός σχεδίου δόμηση. «Κανένας καλλιεργητής δεν θα μπορέσει να αντέξει τη συντήρηση των κτημάτων, ο χαρακτήρας του ιστορικού τόπου θα αλλάξει και τα κτήματα θα πωληθούν αποκλειστικά σε άτομα μεγάλης οικονομικής εμβέλειας» λέει η Θεανώ Βογιατζή.
Ενδεικτική της δυσκολίας δόμησης και εμπορικής εκμετάλλευσης των κτισμάτων είναι η προσωπική της περίπτωση. «Το σπίτι μου στον Κάμπο είναι η πατρική οικία του Εμμανουήλ Ροΐδη. Το αγόρασε ο προπάππος μου από τη μητέρα του Ροΐδη το 1903», διηγείται. «Πριν από χρόνια κατέθεσα μελέτη για να το αναστηλώσω και να φτιάξω μια μικρή πανσιόν έξι δωματίων. Το θέμα έχει παγώσει από το 2011. Μου ζήτησαν να τεκμηριώσω με φωτογραφίες πώς ήταν το κτίσμα πριν από το 1881. Στη σφαγή της Χίου το 1822 οι Τούρκοι πυρπόλησαν τα κτίρια και με το σεισμό του 1881 έπεσε ο επάνω όροφος. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα σήμερα τα ισόγεια να είναι μεταβυζαντινά και οι όροφοι στις πιο πολλές περιπτώσεις να έχουν χτιστεί μετά το 1881 και να είναι συνήθως νεοκλασικής μορφής. Επειδή φωτογραφίες από εκείνη την εποχή δεν υπάρχουν, μου ζήτησαν γραπτά τεκμήρια. Το συμβόλαιο που έχω στα χέρια μου δεν μας καλύπτει, οπότε ζήτησα να πάμε στη Βιβλιοθήκη και να βρούμε μέσα από κείμενα του Ροΐδη πληροφορίες για το σπίτι. Και ο Γολγοθάς συνεχίζεται…» λέει.