Είχαν περάσει δύο χρόνια και λίγες ημέρες από την αποτυχημένη σύνοδο κορυφής Κένεντι – Χρουστσόφ στη Βιέννη τον Ιούνιο του 1961 όπου η σύγκρουση ΗΠΑ – ΕΣΣΔ οδήγησε τον Αύγουστο του ίδιου έτους στην έναρξη της οικοδόμησης του Τείχους του Βερολίνου [βλ. «ΤΑ ΝΕΑ», Δευτέρα 25.06.2018, σελ. 13]. Τώρα, στα τέλη Ιουνίου 1963, το Τείχος είναι πλέον η νέα πραγματικότητα που χωρίζει το Δυτικό από το Ανατολικό Βερολίνο, την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας από τη Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας, αλλά εξίσου και την Ευρώπη σε δύο στρατόπεδα. Πέντε μήνες πριν από τη στυγερή δολοφονία του στο Ντάλας του Τέξας, ο αμερικανός πρόεδρος Κένεντι θα επισκεφτεί το Βερολίνο και θα εκφωνήσει μία από τις πιο σημαντικές πολιτικές ομιλίες ολόκληρου του 20ού αιώνος αλλά και τις πιο ιδιαίτερες στην πολιτική ιστορία συνολικά: θα είναι ένας λόγος που δεν θα απευθύνεται τόσο σε ένα άμεσο ακροατήριο, όσο σε ένα έμμεσο, πιο μακρινό.
Από μία εξέδρα που θα στηθεί ειδικά γι’ αυτό τον σκοπό και ακριβώς απέναντι από τους δεκάδες πάνοπλους ανατολικογερμανούς φρουρούς, ο Κένεντι θα μιλήσει κυρίως στους κατοίκους του Ανατολικού και όχι του Δυτικού Βερολίνου. Αυτοί δεν θα μπορούν να τον παρακολουθήσουν καθώς η Στάζι θα έχει φροντίσει κάτι τέτοιο να είναι αδύνατο, ούτε κι αυτά που θα πει θα μεταδοθούν από τα ανατολικογερμανικά μέσα ενημέρωσης. Ομως, το μήνυμά του θα κάνει τον γύρο του κόσμου –και φυσικά, θα φτάσει αμέσως και στη Μόσχα, ουσιαστικά μέσα από την κωδικοποίηση σε τρεις λέξεις από την ομιλία του: “Ich bin ein Berliner”: “Είμαι ένας Βερολινέζος”. Είναι μετρημένες στα δάχτυλα, ίσως και του ενός χεριού, οι φράσεις από ομιλίες ηγετών που είχαν τέτοια απήχηση στην Ιστορία.
Τη στιγμή που εκφωνείται αυτός ο λόγος δεν έχουν παρέλθει όμως μόνον δύο χρόνια από την έγερση του Τείχους, αλλά και ήδη 15 χρόνια από τη στιγμή της, επίσης πρωτοφανούς, αμερικανικής αερογέφυρας του 1948 [70 χρόνια σήμερα], όταν οι Αμερικανοί απογείωναν ένα αεροσκάφος κάθε 90 δευτερόλεπτα από τις βάσεις τους στη Δυτική Γερμανία προκειμένου να σπάσουν τον χερσαίο αποκλεισμό της πόλης από τις δυνάμεις του Κόκκινου Στρατού. Και παρά το γεγονός ότι έχουν καταβληθεί πολλές προσπάθειες για να περιοριστεί η οξύτητα του Ψυχρού Πολέμου, αυτός βρίσκεται πλέον στο πιο επικίνδυνο σημείο του.
Στα επόμενα χρόνια, το Τείχος θα γίνει τόπος θανάτου για αμέτρητους Ανατολικογερμανούς που θα επιχειρήσουν να το διασχίσουν κρυφά. Την ίδια ώρα, η Δύση είναι μάλλον διχασμένη για τη στάση έναντι της Μόσχας και ο λόγος του Κένεντι ίσως και γι’ αυτό είναι ουσιαστικά φιλειρηνικός, όχι πολεμοχαρής. Ομως και ο θάνατος του ίδιου του Κένεντι λίγους μήνες μετά θα ρίξει τον δικό του επιπλέον φόβο σε αυτούς καθώς, παρά το γεγονός ότι τα νέα της ιστορικής του ομιλίας δεν έφτασαν επίσημα “απέναντι”, διαδόθηκαν τελικά στο επόμενο διάστημα μέσα από τους διαύλους της αντίστασης. Η απογοήτευση θα είναι τεράστια, όπως και ο φόβος, για την απώλεια αυτού του πιο σημαντικού και ισχυρού από όλους τους “Βερολινέζους”. Θα χρειαστούν δύο δεκαετίες μέχρι την έλευση ενός άλλου αμερικανού προέδρου, του Ρόναλντ Ρίγκαν, ο οποίος θα καλέσει με τον ίδιο τρόπο τον Γκορμπατσόφ να “γκρεμίσει αυτό το τείχος” και πάνω από ένα τέταρτο αιώνος μέχρι τη στιγμή που, τελικά, θα γίνει κάτι που ουδείς μέχρι την τελευταία στιγμή μπορούσε να φανταστεί: αυτό θα “πέσει” από μόνο του…