Προχθές Σάββατο, στο Ζάππειο, η Αθήνα μας ήταν σαν να περπάτησε στο κόκκινο χαλί των Οσκαρ του Τουρισμού. Τρία τα βραβεία. Και Κορυφαίος Ευρωπαϊκός Προορισμός για τουρισμό πόλεων, αφήνοντας πίσω «καλλονές» όπως η Ρώμη, η Βενετία, η Λισαβόνα, η Κοπεγχάγη, το Παρίσι, το Αμστερνταμ. Και το Γραφείο Συνεδρίων και Επισκεπτών του Δήμου Αθηναίων αναδείχθηκε το Κορυφαίο Ευρωπαϊκό Γραφείο Τουρισμού Πόλης. Και η Ακρόπολη ως το Κορυφαίο Ευρωπαϊκό Τουριστικό Αξιοθέατο, αφού ξεπέρασε τα Ανάκτορα του Μπάκιγχαμ, τον Πύργο του Αϊφελ, το Κολοσσαίο. Μέχρι εδώ είναι τα καλά νέα. Τα κακά αρχίζουν εκεί ακριβώς που αρχίζει ο αρχαιολογικός χώρος της Ακρόπολης. Τουλάχιστον ένας από τους υπαλλήλους που είναι στην είσοδο (για τους υπόλοιπους δεν παίρνω όρκο, αλλά κάτι απίστευτο και όμως ελληνικό μού ψιθυρίζει ότι δεν θα είναι ο μόνος) δεν γνωρίζει καμία ξένη γλώσσα. Καμία. Δεν ξέρω αν πρόκειται για μία από τις τελευταίες αντιστάσεις της κακοποιητικής εκτροπής του συνδικαλισμού ή για ένα πρότζεκτ του υπουργείου Πολιτισμού (όπου υπάγονται, κατά κανόνα, αυτοί οι υπάλληλοι) στο πλαίσιο τού «το τσίπουρο, τον ήλιο και τη μαγκιά τής ανεπάρκειας δεν θα αφήσουμε να μας τα πάρει κανείς».
Εσείς, τι θα ντυθείτε το βράδυ;
Μου συνέβη πριν από τέσσερα ακριβώς χρόνια, στην πρεμιέρα της «Μεγάλης Χίμαιρας» στο Φεστιβάλ. Μια θέση που βρέθηκε για εμένα την τελευταία στιγμή ήταν στην πρώτη σειρά. Εφθασα στο τσακ! Και κάθισα την ώρα που έσβηναν τα φώτα. Από τα πρώτα λεπτά συνειδητοποίησα ότι δίπλα μου καθόταν ο Δημήτρης Τάρλοου, σκηνοθέτης της παράστασης. Με σμόκιν και παπιγιόν. Παραξενεύτηκα πώς του ήρθε καλοκαιριάτικα να ντυθεί έτσι αλλά με απορρόφησαν όσα συνέβαιναν επί σκηνής. Μέχρι που κάποια στιγμή σηκώθηκε και «μπήκε» (ως Καραγάτσης) στην υπόθεση.
Δεν θα μου φαινόταν πλέον παράξενο αν έβλεπα κάποιον (όχι βέβαια τον συγκεκριμένο) σε καλοκαιρινή παράσταση με σμόκιν. Πολλά έχουν δει τα μάτια μου εσχάτως στις πλατείες των θεάτρων. Για παράδειγμα, στο «Πορεία», στον «Αδαή και τον παράφρονα» συνάδελφο με καπελαδούρα για το Ασκοτ, γούνα ετόλ και βίντατζ μακριά τουαλέτα. Και άλλη, στο «Κυκλάδων», με σούπερ μίνι από καταπράσινη παγέτα και τα πιο ψηλά τακούνια που έχω δει στη ζωή μου. Στη δε Πειραιώς, στις παραστάσεις του Φεστιβάλ, επιτυγχάνεται ο πλήρης ενδυματολογικός σοσιαλισμός με βερμούδες και κοντοπαντέλονα, καθισμένα δίπλα σε στρας, δαντέλες και μπουζουκοφορέματα. Βεβαίως και μπορούμε, γενικώς, να φοράμε ό,τι και όπου θέλουμε. Αλλά στο θέατρο θέλει λίγη προσοχή, κυρίως για λόγους στοιχειώδους αυτοεκτίμησης. Διότι οι συνθήκες αποκαλύπτουν άμεσα ότι, αφού ντύθηκες έτσι, πήγες εκεί όχι για να δεις κάτι, αλλά για να σε δουν.