Αστερίσκους στο κυβερνητικό αφήγημα για οριστική έξοδο της Ελλάδας από τα Μνημόνια βάζει η Τράπεζα της Ελλάδος, με ιδιαίτερα προσεκτικές διατυπώσεις. Ο Γιάννης Στουρνάρας, με την ενδιάμεση έκθεση νομισματικής πολιτικής, περιγράφει επί της ουσίας μια υβριδική προληπτική γραμμή πίστωσης –χωρίς να την κατονομάζει –η οποία αφενός αυξάνει το δημόσιο χρέος, αφετέρου, παρότι συνοδεύεται από αιρεσιμότητα και ενισχυμένη εποπτεία, δεν οδηγεί, με τα σημερινά δεδομένα, ούτε στη διατήρηση της κατ’ εξαίρεση αποδοχής ελληνικών ομολόγων ως ενέχυρο φθηνού δανεισμού από την ΕΚΤ (waiver) ούτε στο QE, το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης, το οποίο είχε αναχθεί σε ιερό δισκοπότηρο από την κυβέρνηση πέρυσι τέτοια εποχή. Η Τράπεζα της Ελλάδος έχει υποβάλει σχετικό αίτημα στην ΕΚΤ, αναφέρουν οι πληροφορίες, αλλά φως στο τούνελ του waiver και της ποσοτικής χαλάρωσης θεωρείται αρμοδίως πολύ δύσκολο να υπάρξει. Η ΕΚΤ, όπως απέδειξε στην περίπτωση της Κύπρου, δεν λειτουργεί με υβρίδια, αλλά με «καθαρό» πρόγραμμα ή «καθαρή» προληπτική γραμμή.
Αστερίσκους, επίσης με πολύ προσεκτικές διατυπώσεις, βάζει η Τράπεζα της Ελλάδος και στο σενάριο βιωσιμότητας του χρέους. Η αχίλλειος πτέρνα του δεν είναι άλλη από τη δέσμευση σε υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα έως το 2060, με στόχους τους οποίους μόνο οι πετρελαιοπαραγωγοί χώρες μπορούν με αξιώσεις να επιδιώξουν. Πρακτικά η ΤτΕ θεωρείται αδύνατο να επιτευχθούν πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% του ΑΕΠ έως το 2022 και 2,2% του ΑΕΠ έως το 2060 και αυτή, όπως σημειώνεται, είναι η μεγαλύτερη επισφάλεια στην ανάλυση βιωσιμότητας χρέους.
Σε εναλλακτικά σενάρια εξετάζεται τι θα συμβεί εάν υποχωρήσει το πλεόνασμα στο 1,5% του ΑΕΠ ή εάν αυξηθεί το κόστος χρηματοδότησης της Ελλάδας από τις αγορές κατά 100 μονάδες βάσης σε σχέση με το βασικό σενάριο. Απλά, η βιωσιμότητα του χρέους τινάζεται στον αέρα με τις ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες να υπερβαίνουν το ένα πέμπτο του ΑΕΠ ήδη από το 2033. Στην έκθεση ξεχωρίζουν ακόμα οι χαμηλότερες προβλέψεις ανάπτυξης (2% φέτος και 2,3% το 2019 έναντι αρχικών προβλέψεων κοντά στο 2,5%), το μήνυμα στις τράπεζες να ανεβάσουν ταχύτητα για τη μείωση των κόκκινων δανείων, αλλά και η αξιολόγηση των τριών προγραμμάτων στήριξης της ελληνικής οικονομίας μέσω της οποίας το τρίτο Μνημόνιο κερδίζει τα σκήπτρα της υπερφορολόγησης και της μείωσης των δημοσίων επενδύσεων στον βωμό των υπερπλεονασμάτων. Κατά την εκτίμηση της ΤτΕ η μείωση των φόρων αποτελεί επιτακτική ανάγκη.
Αξιολογώντας την απόφαση του Eurogroup, η ΤτΕ σημειώνει πως αναμένεται να έχει σημαντική συμβολή σε δύο κρίσιμους τομείς: στην ομαλή έξοδο στις αγορές και στη συνέχεια της μεταρρυθμιστικής προσπάθειας, καθώς προβλέπει ενισχυμένη εποπτεία με όρους αιρεσιμότητας της δημοσιονομικής πολιτικής και μη υπαναχώρησης στις μεταρρυθμίσεις από τη μια πλευρά ενώ από την άλλη εξασφαλίζει τη βιωσιμότητα του δημοσίου χρέους, τουλάχιστον μεσοπρόθεσμα.
Και στα δύο μέτωπα όμως οι πιθανές θετικές εξελίξεις δεν θεωρούνται δεδομένες. Προϋποθέτουν συνέχιση των μεταρρυθμίσεων χωρίς πισωγυρίσματα και πιστή ικανοποίηση των προβλέψεων πάνω στις οποίες έχει στηριχθεί η βιωσιμότητα χρέους.
Περιγράφοντας ενισχυμένη εποπτεία και αιρεσιμότητα στα μέτρα διευθέτησης του χρέους, επί της ουσίας η ΤτΕ σκιαγραφεί μια παραλλαγή προληπτικής γραμμής πίστωσης, την οποία όμως αποφεύγει να χαρακτηρίσει αναδεικνύοντας τα πλεονεκτήματα μιας «κανονικής» προληπτικής γραμμής. «Η Τράπεζα της Ελλάδος είχε προτείνει τη θέσπιση προληπτικής γραμμής στήριξης, προκειμένου να διατηρηθεί η “παρέκκλιση” (waiver) και να μπορούν να ενταχθούν τα ελληνικά κρατικά ομόλογα στο πρόγραμμα αγοράς τίτλων της ΕΚΤ. Με αυτό τον τρόπο θα μειωνόταν το κόστος δανεισμού του Δημοσίου και των τραπεζών και θα μετακυλίονταν τα οφέλη στην πραγματική οικονομία. Επίσης θα είχε αποφευχθεί η δημιουργία ενός τόσο υψηλού ταμειακού αποθέματος ασφαλείας το οποίο επιβαρύνει σημαντικά το δημόσιο χρέος αλλά και το κόστος χρηματοδότησης του Δημοσίου».
Το γεγονός ότι η ΤτΕ επισημαίνει τη «διακριτική ευχέρεια» της ΕΚΤ να εξετάσει τη διατήρηση του waiver «με το επιχείρημα ότι, στην ουσία, οι προϋποθέσεις για τη διατήρηση της παρέκκλισης, δηλαδή ενισχυμένη εποπτεία και αιρεσιμότητα έχουν περιληφθεί στην απόφαση του Eurogroup της 21ης Ιουνίου» ενισχύει την εκτίμηση πως κατά την άποψη της κεντρικής τράπεζας δεν ελήφθη τίποτα περισσότερο από μια υβριδική προληπτική γραμμή.
Μείωση φόρων
Σε μια ενδιαφέρουσα ανάλυση, η Τράπεζα της Ελλάδος με την ενδιάμεση έκθεση αξιολογεί και τις πολιτικές που εφαρμόστηκαν στη διάρκεια των τριών ελληνικών Μνημονίων σημειώνοντας πως το μεγαλύτερο μέρος της προσαρμογής επήλθε μέσω της αύξησης των φόρων και λιγότερο μέσω της μείωσης της δημόσιας κατανάλωσης. Το γεγονός αυτό καθίσταται εντονότερο κατά το τρίτο πρόγραμμα, όταν η δημόσια κατανάλωση δεν συνέχισε την καθοδική της πορεία αλλά παρέμεινε σχεδόν αμετάβλητη με αποτέλεσμα το κύριο βάρος της προσαρμογής να το φέρουν τόσο οι φόροι όσο και οι δημόσιες επενδύσεις. Η «συνεχής, μεγάλη και άδικη» αύξηση των φόρων είχε καταλυτικές επιπτώσεις στην ανάπτυξη.
Το 2017, το σύνολο των φορολογικών εσόδων αντιστοιχούσε στο 96,8% των φορολογικών εσόδων του 2007 (ή 74,8 δισ. ευρώ το 2017 έναντι 77,3 δισ. ευρώ το 2007), όταν το ΑΕΠ σε σταθερές τιμές ήταν μόλις το 74,6% του ΑΕΠ του 2007 (187,1 δισ. ευρώ έναντι 250,7 δισ. ευρώ το 2007). «Η αύξηση των φορολογικών εσόδων σε συνθήκες ύφεσης προήλθε κατά κύριο λόγο από τη μεγάλη και συνεχή αύξηση των φορολογικών συντελεστών στο εισόδημα, την κατανάλωση, τα κέρδη των επιχειρήσεων και την περιουσία με αρνητικές επιπτώσεις στην αναπτυξιακή δυναμική και τη φορολογική δικαιοσύνη» σημειώνει η ΤτΕ υπογραμμίζοντας την ανάγκη μείωσης των υψηλών φορολογικών συντελεστών. Οπως τονίζεται, απαιτείται η υιοθέτηση ενός μείγματος δημοσιονομικής πολιτικής που θα είναι φιλικότερο προς την ανάπτυξη. «Η υπερβολική εξάρτηση της δημοσιονομικής προσαρμογής από τους υψηλούς φορολογικούς συντελεστές συνιστά αντικίνητρο τόσο για την εργασία όσο και για τις επενδύσεις, ενώ παράλληλα ενθαρρύνει τη στροφή των δραστηριοτήτων προς την παραοικονομία και παρέχει κίνητρα για φοροδιαφυγή».