Η Ευρωπαϊκή Ενωση αντιμετωπίζει δύο υπαρξιακές προκλήσεις, τη μία από τον Ματέο Σαλβίνι και την άλλη από τον Ντόναλντ Τραμπ, γράφει στο χθεσινό του σχόλιο στους «Financial Times» ο Βόλφγκανγκ Μινχάου, που ανησυχεί ότι η ΕΕ θα γίνει η Δημοκρατία της Βαϊμάρης της εποχής μας. Κινδυνεύουμε λοιπόν να επιστρέψουμε στη δεκαετία του ’30; «ΤΑ ΝΕΑ» συνεχίζουν τη συζήτηση που έχουν ανοίξει με μια συνέντευξη με τον Χρήστο Χατζηιωσήφ, ομότιμο καθηγητή Νεότερης Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Κρήτης
Με αφορμή την επιστροφή του προστατευτισμού, ο Εμανουέλ Μακρόν δήλωσε ότι «οικονομικός εθνικισμός σημαίνει πόλεμος». Ο Τόνι Μπλερ είπε ότι «οι συγκρίσεις με τη δεκαετία του ’30 δεν είναι πλέον υπερβολικές». Βλέπετε ομοιότητες της σημερινής περιόδου με τη δεκαετία που οδήγησε στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο;
Αν δεχθούμε ότι, όπως είπε ο Κλάουζεβιτς, ο πόλεμος είναι η συνέχεια της πολιτικής με άλλα μέσα, θα έπρεπε να αναζητήσουμε τα αίτια του σημερινού εμπορικού πολέμου στο εσωτερικό των χωρών που πρωταγωνιστούν σε αυτόν. Εκεί υπάρχουν και οι όποιες ομοιότητες με τη δεκαετία του 1930. Αυτές συνίστανται αφενός στην εφαρμογή οικονομικών πολιτικών που παρουσιάζονται ως οι μόνες ορθολογικές αλλά αδυνατούν να παραγάγουν αποτελέσματα και αφετέρου στην αδυναμία των κατεστημένων πολιτικών δυνάμεων να διαχειριστούν τις κοινωνικές αντιθέσεις που προκαλούν οι πολιτικές τους, να εξασφαλίσουν την απαιτούμενη συναίνεση σε αυτές. Στον Μεσοπόλεμο, στη Γερμανία, η πολιτική λιτότητας που ακολουθήθηκε μετά την κρίση του 1929 με τις ευλογίες των συστημικών κομμάτων μεγάλωσε την ανεργία και προκάλεσε τον φόβο της κοινωνικής έκπτωσης σε μεγάλη μερίδα των πολιτών, οι οποίοι εναπέθεσαν τις ελπίδες τους σε αυτούς που υπόσχονταν τη ρήξη με τις αναποτελεσματικές πολιτικές και τους φορείς τους. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, από όπου ξεκίνησε ο σημερινός εμπορικός πόλεμος, το κυρίαρχο πολιτικό σύστημα, όπως αποδείχθηκε στις τελευταίες προεδρικές εκλογές, δεν μπορούσε να διαχειριστεί τις αύξουσες ανισότητες και την οικονομική και πολιτισμική περιθωριοποίηση μεγάλου μέρους της κοινωνίας που είχαν προκαλέσει οι πολιτικές που ακολουθούνταν μέχρι τότε και θεωρούνταν από τους εμπνευστές τους επιτυχείς και χωρίς εναλλακτική. Και στις δύο περιπτώσεις η αντίδραση είναι πρώτα αντιδημοκρατική και κατά δεύτερο λόγο εθνικιστική.
Στο όνομα της «πραγματικής» δημοκρατίας, μεγάλη μερίδα των πολιτών, απορρίπτοντας τις κυρίαρχες πολιτικές δυνάμεις, ανέχεται και συμμετέχει στις επιθέσεις εναντίον των δημοκρατικών θεσμών, οι οποίοι κυριαρχούνταν από αυτές και φάνηκαν ανίκανοι να προστατέψουν τα ζωτικά συμφέροντα των πολιτών. Μην ξεχνάμε όμως ότι στο τέλος της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης και οι καθεστωτικές πολιτικές δυνάμεις πειραματίζονταν για να βρουν τον τρόπο με τον οποίο θα ανέστελλαν τη λειτουργία των δημοκρατικών θεσμών και θα συνέχιζαν την ίδια πολιτική. Το ίδιο και σήμερα, ο πρόεδρος Μακρόν που αναφέρατε ξεκίνησε αυτές τις μέρες μια συνταγματική αναθεώρηση που προβλέπει την αποδυνάμωση του ούτως η άλλως αδύναμου γαλλικού Κοινοβουλίου, αυτός όχι για να αλλάξει, αλλά για να συνεχίσει τις ίδιες πολιτικές.
Αν μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο εγγυήτρια της παγκόσμιας τάξης ήταν η Αμερική, αυτό δεν ισχύει πλέον σήμερα. Ο Τραμπ επιτίθεται στη φιλελεύθερη τάξη, δεν την υπερασπίζεται. Πιστεύετε ότι ύστερα από πολλές δεκαετίες θριάμβου, η δημοκρατία υποχωρεί; Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και τις συμφωνίες του Μπρέτον Γουντς (1944) και τα Ηνωμένα Εθνη (1945), η Αμερική επέβαλε μια παγκόσμια τάξη που ανταποκρινόταν καλύτερα στα συμφέροντα του αμερικανικού καπιταλισμού, ο οποίος διέθετε τότε σημαντικά πλεονεκτήματα παραγωγικότητας και χρηματικής ρευστότητας. Η Αμερική δεν είχε ποτέ αναστολές να εγκαταλείψει την τάξη που είχε επιβάλει, όταν το απαιτούσαν τα συμφέροντα του αμερικανικού καπιταλισμού. Το πρώτο βήμα έγινε το 1971 με την εγκατάλειψη της μετατρεψιμότητας του δολαρίου. Παρέμειναν η ελευθερία του εμπορίου και ο ΟΗΕ. Με τον πόλεμο της Γιουγκοσλαβίας και την εισβολή στο Ιράκ, οι ΗΠΑ, αλλά και σύσσωμη η Ευρωπαϊκή Ενωση στην πρώτη περίπτωση, τσαλάκωσαν ανεπανόρθωτα τον ΟΗΕ. Ας μην ξεχνάμε τα ψεύδη του ανησυχούντος σήμερα κ. Μπλερ πριν από την εισβολή στο Ιράκ. Σήμερα οι ΗΠΑ διαπιστώνουν ότι από τις ελεύθερες συναλλαγές έχουν επωφεληθεί κυρίως η Γερμανία και η Κίνα και έχουν οξυνθεί οι εσωτερικές αντιθέσεις στο εσωτερικό τους. Είναι πολύ νωρίς για να κρίνουμε αν η πολιτική Τραμπ θα επικρατήσει στο εσωτερικό των ΗΠΑ, πάντως σε κάθε περίπτωση το διεθνές σύστημα δεν θα επιστρέψει στην παλαιά κοίτη του.
Αν τότε ο αποδιοπομπαίος τράγος ήταν οι Εβραίοι, σήμερα είναι οι πρόσφυγες. Υπάρχει «προοδευτική» λύση του Μεταναστευτικού; Ή οι λαϊκιστές έχουν και κάποιο δίκιο με το μέρος τους; Δεν είμαι βέβαιος ότι οι δύο καταστάσεις είναι συγκρίσιμες. Οι Εβραίοι ήταν πολίτες των ευρωπαϊκών χωρών στις οποίες ζούσαν από αιώνες και στη Γερμανία πλήρως αφομοιωμένοι. Οι πρόσφυγες και οι οικονομικοί μετανάστες έρχονται από ξένες χώρες και κατά κανόνα από διαφορετικές πολιτισμικές σφαίρες. Η απότομη και μαζική είσοδος του «ξένου» είναι φυσικό να προκαλεί αντιδράσεις, ιδιαίτερα σε μια φάση κατά την οποία οι χώρες υποδοχής αντιμετωπίζουν εσωτερικά οικονομικά και πολιτικά προβλήματα. Ενας πρόσθετος λόγος είναι ότι στις περισσότερες χώρες η σημερινή οικονομική ορθοδοξία έχει αναθέσει την περίθαλψη στη φιλανθρωπία και τις ΜΚΟ, το κράτος απουσιάζει εξού και το χάος που προκαλούν μερικές χιλιάδες επήλυδες σε χώρες που στο παρελθόν είχαν αντιμετωπίσει με επιτυχία εκατομμύρια πρόσφυγες.
Οι πρόσφυγες είναι τα θύματα της «επιτυχίας» του νεοφιλελευθερισμού σε παγκόσμιο επίπεδο με την επέκταση των μονοκαλλιεργειών, την αρπαγή της γης, τους τοπικούς πολέμους, τις δικτατορίες και την κλιματική αλλαγή και έρχονται να συναντήσουν και να συγκρουστούν με τα άλλα θύματα αυτής της παγκόσμιας διαδικασίας στη Ευρώπη και τις ΗΠΑ. Η ξενοφοβία και ο ρατσισμός που εξαπλώνονται στις ευρωπαϊκές κοινωνίες δεν αποτελούν τη λύση, αλλά ούτε ο εγκλεισμός των προσφύγων στην Ευρώπη και στις χώρες της διαδρομής τους, δεν ξέρω όμως αν είναι εφικτή σε ευρωπαϊκό και σε παγκόσμιο επίπεδο η αλλαγή των πολιτικών που τροφοδοτούν τη μετανάστευση και τις αντιδράσεις σε αυτήν.