«Το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΣΗΕΜ-Θ αποδοκιμάζει την προσπάθεια παραγόντων του κρατικού μηχανισμού να παρέμβουν στο δημοσιογραφικό έργο με στόχο να αποσιωπηθεί έρευνα με τα ευρήματα της οποίας προεξόφλησαν ότι διαφωνούν. Συγκεκριμένα, μια ατεκμηρίωτη καταγγελία της αναπληρώτριας προϊσταμένης της Εφορείας Αρχαιοτήτων Πόλης Θεσσαλονίκης Πολυξένης Αδάμ – Βελένη προκάλεσε έρευνα από τις αρμόδιες υπηρεσίες της ΕΡΤ, με αποτέλεσμα να “παγώσει” η προβολή της εκπομπής που προετοίμαζε για την ΕΡΤ3 η δημοσιογράφος Σύνθια Σάπικα με αντικείμενο το Μετρό Θεσσαλονίκης». Το απόσπασμα της ανακοίνωσης της Ενωσης Συντακτών Ημερησίων Εφημερίδων Μακεδονίας – Θράκης είναι χαρακτηριστικό για τις εντυπώσεις που δημιουργήθηκαν μετά τη φερόμενη αναβολή επεισοδίου και το πάγωμα δημοσιογραφικής έρευνας στην ΕΡΤ3.
Σύμφωνα με την εκτίμηση της Σύνθιας Σάπικα, αλλά και την ανακοίνωση της ΕΣΗΕΜ-Θ, προκύπτει το εξής «χρονικό»: η Πολυξένη Αδάμ – Βελένη, λόγω της ιδιότητάς της ως διευθύντριας της Εφορείας Αρχαιοτήτων Πόλης Θεσσαλονίκης είχε κληθεί στην εκπομπή – έρευνα για το Μετρό της Θεσσαλονίκης και παραχώρησε συνέντευξη στη δημοσιογράφο. Εκ των υστέρων όμως έκρινε ότι οι συνθήκες της συνέντευξης και οι ερωτήσεις δεν την ικανοποιούσαν, οπότε ζήτησε να μη συμπεριληφθεί το σχετικό υλικό στην εκπομπή. Το παράδειγμά της μάλιστα φέρεται ότι ακολούθησε και ο πρόεδρος της Αττικό Μετρό ΑΕ Γιάννης Μυλόπουλος, εκτιμώντας ότι δεν έχει πλέον νόημα να εμφανίζεται σε μια εκπομπή για το Μετρό από τη στιγμή που δεν θα υπάρχει «θεσμική» τοποθέτηση για το κρίσιμο ζήτημα των αρχαιοτήτων. Το σημαντικό ερώτημα που χρειάζεται διευκρίνιση είναι, σύμφωνα με την πλευρά των θιγομένων, εάν η θέση των δύο κρατικών αξιωματούχων (σ.σ.: η Αδάμ – Βελένη τοποθετήθηκε με απόφαση της υπουργού Πολιτισμού Λυδίας Κονιόρδου το 2016) αφήνει το περιθώριο να ασκήσουν πίεση σε στελέχη της ΕΡΤ3 ώστε να «παγώσει» όντως η εκπομπή.
Η ΕΡΤ3. Ο γενικός διευθυντής του καναλιού Αλέξανδρος Κάντερ – Μπαξ δήλωσε στο «Νσυν»: «Την περασμένη εβδομάδα όντως μας κάλεσε η ΕΣΗΕΜ-Θ να συζητήσουμε το ζήτημα που προέκυψε. Ζητήσαμε χρόνο για να διερευνήσουμε την υπόθεση και γι’ αυτό φαίνεται πως πάγωσε η εκπομπή. Περιμένουμε μάλιστα το αποτέλεσμα της έρευνας. Αλλά το επεισόδιο της εκπομπής, όπως και άλλα δύο που είναι προγραμματισμένα, θα παίξουν κανονικά με το υλικό που θέλει η δημοσιογράφος μας. Δεν θα το κόψουμε, δηλαδή, ούτε παραδινόμαστε σε πιέσεις».
ΟΙ ΔΥΟ ΠΛΕΥΡΕΣ. Η Σύνθια Σάπικα, με την οποία επικοινωνήσαμε, δηλώνει ότι την καλύπτει πλήρως η ανακοίνωση της ΕΣΗΕΜ-Θ και δεν επιθυμεί να σχολιάσει την τροπή που έχει πάρει η υπόθεση. Από την πλευρά της, η Πολυξένη Αδάμ – Βελένη δηλώνει: «Δέχτηκα να κάνω τη συγκεκριμένη συνέντευξη διακόπτοντας την κανονική μου άδεια ύστερα από έντονη πίεση της δημοσιογράφου. Κατά τη διάρκεια της συνέντευξης όμως υπήρξε ιδιαιτέρως επιθετική και αγενής και με έκανε να αισθανθώ πολύ άσχημα με την τελευταία της ερώτηση προσβάλλοντας την αξιοπρέπειά μου. Οταν έκλεισαν οι κάμερες της εξέφρασα τον προβληματισμό μου και εν συνεχεία ζήτησα από την ΕΡΤ 3 είτε να αφαιρεθεί η συνέντευξή μου από την εκπομπή είτε να ξαναγυριστεί. Θεωρώ ότι όπως έχει δικαίωμα ο δημοσιογράφος να κάνει ελεύθερα τη δουλειά του έχει και ο συνεντευξιαζόμενος δικαίωμα να προστατεύει την τιμή και την προσωπικότητά του όταν θεωρεί ότι προσβάλλεται».
Από την πλευρά της η ΕΣΗΕΜ-Θ κατέληγε ως εξής στην ανακοίνωση: «Την ευθύνη για τη διαμόρφωση της δημοσιογραφικής ύλης φέρουν αποκλειστικά οι δημοσιογράφοι, και αυτοί κρίνονται για το αποτέλεσμα. Οι προσπάθειες κρατικών αξιωματούχων να καθορίσουν το περιεχόμενο και τα συμπεράσματα της δημοσιογραφικής έρευνας είναι ξεκάθαρα εξωθεσμικές παρεμβάσεις, δείχνουν απαξίωση της ενημέρωσης και στρεβλή αντίληψη για τα όρια της εξουσίας που παρέχει μια δημόσια θέση. Η ΕΣΗΕΜ-Θ καλεί την ΕΡΤ ΑΕ να μην ενδώσει σε τέτοιες εκβιαστικές εξωθεσμικές παρεμβάσεις και να υπερασπιστεί το δικαίωμα της συναδέλφου να καθορίσει το περιεχόμενο του δημοσιογραφικού έργου της με αποκλειστικό γνώμονα τη δεοντολογία και την ελευθερία της έκφρασης. Η ολοκλήρωση και η προβολή της εκπομπής είναι η απάντηση στις απόπειρες περιορισμού της δημοσιογραφικής ελευθερίας».