Δεν είναι μόνο ο Βέγγος. Είναι ο Λογοθετίδης στο «Ενα βότσαλο στη λίμνη», ο Φωτόπουλος στο «Ο Θόδωρος και το δίκαννο», ο Χατζηχρήστος και ο Ηλιόπουλος στο «Μακρυκωσταίοι και Κοντογιώργηδες», ο Κωνσταντίνου στο «Η γυνή να φοβήται τον άνδρα», ο Αυλωνίτης και ο Ρίζος στους «Γαμπρούς της Ευτυχίας», ο Σταυρίδης και ο Γκιωνάκης στα «Κίτρινα γάντια», η Αρώνη και ο Παπαγιαννόπουλος στο «Μια τρελή τρελή οικογένεια», η Βλαχοπούλου και ο Κωνσταντάρας στη «Χαρτοπαίχτρα». Ενδεικτικά αναφέρω ταινίες και ρόλους, αφού πλέον –με δεδομένο ότι εκείνη η εποχή του ελληνικού κινηματογράφου έληξε πριν από μισό, σχεδόν, αιώνα –αποτελούν μια τοιχογραφία, το δικό μας συμβολικό Σινεμά ο Παράδεισος. Ακόμη και γι’ αυτούς που δεν είχαν γεννηθεί όταν γυρίστηκαν, που δεν κολλάνε τη μούρη τους στην τηλεόραση για να αναγνωρίσουν παλιά μαγαζιά καθώς ο Βουτσάς κατεβαίνει τη Σταδίου.
Γιατί αγαπήσαμε τόσο πολύ αυτούς τους ήρωες; Γιατί με τόσο ενθουσιασμό τούς κάνουμε θέση δίπλα μας στον καναπέ κάθε φορά που οι ταινίες προβάλλονται στην τηλεόραση; Γιατί τις ξαναβλέπουμε σαν να συναντάμε τους συγγενείς μας; Μια εύκολη απάντηση θα ήταν γιατί πυροδοτούν τη νοσταλγία. Σίγουρα, αλλά όχι μόνο γι’ αυτό. Εξίσου σημαντικό το ότι είναι ρόλοι φτιαγμένοι από εξαιρετικά υλικά και δουλεμένοι από ιδιοφυείς «τεχνίτες». Ο Τσιφόρος, ο Σακελλάριος, ο Ψαθάς, ο Τζαβέλλας, ο Πρετεντέρης είχαν το σπουδαίο ταλέντο να δημιουργούν όχι μόνο μονοδιάστατους, αλλά και ολοκληρωμένους χαρακτήρες. Που, στη συνέχεια, τους απογείωναν οι ηθοποιοί. Γι’ αυτό και, ανεξάρτητα πλέον από την ηθογραφία της εποχής τους, μπορούν να λειτουργούν στο διηνεκές. Ετσι λοιπόν, έστω και ασυνείδητα, υποθέτουμε «τι θα έκανε ο Θανάσης» σήμερα, πώς θα σχολίαζε ο «Θόδωρος» – Φωτόπουλος τον Πρωθυπουργό, τι θα έλεγε ο «Μακρυκώστας» – Χατζηχρήστος για τις περικοπές των συντάξεων. Κι αυτό τους διατηρεί ζωντανούς και απαστράπτοντες μέχρι τις ημέρες μας. Κυρίως όμως απαραίτητους. Οπως ακριβώς τους πολύ δικούς μας ανθρώπους.