Η πρόσφατη δήλωση της Ευρωομάδας ολοκληρώνει το τρέχον πρόγραμμα προσαρμογής (Μνημόνιο ΙΙΙ) και ταυτόχρονα προδιαγράφει το πλαίσιο στο οποίο θα κινηθεί η χώρα μας τα επόμενα χρόνια. Συνοπτικά, προσθέτει ακόμη ένα επεισόδιο στη μακρά αλυσίδα γεγονότων της ελληνικής οικονομίας και σε καμία περίπτωση δεν δίνει οριστική λύση στο ελληνικό δράμα, καθιστώντας τις κυβερνητικές θριαμβολογίες κενές περιεχομένου. Η απόφαση της Ευρωομάδας αισιοδοξεί ότι, αν όλα πάνε καλά, το χρέος είναι βιώσιμο (μέχρι το 2032) κύρια μέσω της διαρκούς περιοριστικής δημοσιονομικής πολιτικής (πολιτικές λιτότητας). Αλλά, μεταθέτει ουσιαστικά την οριστική λύση στο μέλλον, δηλαδή στις επόμενες κυβερνήσεις.
Η υποχρέωση της διατήρησης των υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων (3,5% μέχρι και το 2022 και μεσοσταθμικά κατά 2,2% μέχρι το 2060) φοράει στην οικονομία ένα πολύ στενό κοστούμι, που γίνεται ακόμα στενότερο λόγω κακής ραφής, με τα λεγόμενα υπερπλεονάσματα που εμφανίζει η εκτέλεση του προϋπολογισμού.
Λαμβάνοντας υπόψη τη διεθνή εμπειρία, η πρόβλεψη επίτευξης συνεχόμενων πλεονασμάτων σε τόσο μακρινό χρονικό ορίζοντα δεν φαίνεται να είναι ρεαλιστική υπόθεση. Η αβεβαιότητα των συνθηκών του διεθνούς περιβάλλοντος, η πολιτική αστάθεια και ο πολιτικός καιροσκοπισμός ιδίως σε μακρές προεκλογικές περιόδους είναι παράγοντες που μπορούν να εκτροχιάσουν την πορεία μιας οικονομίας. Είναι χαρακτηριστικό ότι, ανάμεσα σε 121 περιπτώσεις δημοσιονομικής προσαρμογής που καταγράφηκαν την περίοδο 1974 – 2013, η διατήρηση πρωτογενών πλεονασμάτων μεγαλύτερη του 3% σε διάρκεια δέκα ετών κατέστη εφικτή μόνο σε δώδεκα από αυτές (B. Eichengreen and U. Panizza, «Can large primary surpluses solve Europe’s debt problem?», Vox, 30.7.2014).
Απλοποιώντας κάπως τα πράγματα, υπενθυμίζουμε ακόμα ότι ο λόγος χρέους μπορεί να σταθεροποιηθεί αν τα πρωτογενή πλεονάσματα καλύπτουν τη διαφορά ανάμεσα σε επιτόκια και ρυθμούς ανάπτυξης. Ομως αυτή ακριβώς η σχέση επιτοκίων δανεισμού και ρυθμών ανάπτυξης θα εξελιχθεί κατά πάσα πιθανότητα επί το δυσμενέστερο. Τα επιτόκια δανεισμού από τις αγορές παραμένουν σήμερα υψηλά και δύσκολα θα πλησιάσουν, π.χ., τα επίπεδα της Πορτογαλίας. Μπορεί μάλιστα μετά τον Αύγουστο 2018 να αυξηθούν χωρίς την ομπρέλα του ΔΝΤ και του ΕΜΣ, την οποία σπεύσαμε να απαρνηθούμε ακολουθώντας ένα ηρωικό ρεπερτόριο, χωρίς προηγουμένως να διασφαλίσουμε ευνοϊκές συνθήκες δανεισμού. Από την άλλη πλευρά οι προβλέψεις για τους ρυθμούς ανάπτυξης είναι δυσοίωνες. Σύμφωνα με την πρόσφατη επικαιροποιημένη Ανάλυση Βιωσιμότητας Χρέους (DSA) της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, το πραγματικό ΑΕΠ της χώρας υπολογίζεται να αυξηθεί μετά το 2022 με ρυθμούς μόλις 1%, αντανακλώντας μία οικονομία σε στασιμότητα.
Είμαστε λοιπόν υποχρεωμένοι να στραφούμε στο πεδίο της ανάπτυξης. Στο πεδίο δηλαδή που κρίνεται η οικονομική ευημερία μιας κοινωνίας αλλά και η βιωσιμότητα των δημόσιων οικονομικών. Εκεί όπου η υστέρησή μας είναι σημαντική.
Υπό αυτό το πρίσμα, η ελληνική οικονομία οφείλει να καταγράψει υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, σε κάθε περίπτωση μεγαλύτερους από τους προβλεπόμενους στους υπολογισμούς των Θεσμών. Κάτι τέτοιο είναι εφικτό, αρκεί να αντιμετωπίσουμε τάχιστα τους βασικούς αναπτυξιακούς περιορισμούς της οικονομίας και να επικεντρωθούμε:
n στην υπέρμετρα αυξημένη φορολογική επιβάρυνση που στρεβλώνει τα οικονομικά κίνητρα και αποθαρρύνει τις επενδύσεις και,
n στην αύξηση της χαμηλής συνολικής παραγωγικότητας της ελληνικής οικονομίας, κάτι που προϋποθέτει την ενσωμάτωση της καινοτομικής γνώσης, την κατάλληλη αξιοποίηση του ανθρώπινου δυναμικού, την προώθηση σοβαρών θεσμικών μεταρρυθμίσεων –εν ολίγοις, την υιοθέτηση ενός συνεκτικού αναπτυξιακού σχεδίου. Η σημερινή εκδοχή κρατικοδίαιτου καπιταλισμού δεν οδηγεί πουθενά.
Ο Πάνος Καζάκος είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών και, ώς τον Μάρτιο 2018, μέλος του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους. Ο Δημήτρης Σκάλκος είναι πολιτικός επιστήμονας – διεθνολόγος