Ο Πρωθυπουργός βιάζεται. Βιάζεται να επαναλάβει ένα λάθος που έκαναν πολλοί προκάτοχοί του, ένα λάθος που χωρίς τελικά να ωφελήσει τους ίδιους στοίχισε ακριβά στην οικονομία και κατ’ επέκταση στους φορολογούμενους πολίτες. Βιάζεται να τα «δώσει όλα», όπως έλεγε εκείνο το αλήστου μνήμης σύνθημα τη δεκαετία του 1980.
Ακόμη χειρότερα, δεν έχει να δώσει και πολλά. Τα «δώρα» της δικής του παροχολογίας είναι ψίχουλα στην καλύτερη περίπτωση και καθρεφτάκια στη χειρότερη. Αλλά και πιο γενναιόδωρα να ήταν, ακόμη και αν άνοιγε το πουγκί και μοίραζε αφειδώς, θα επιβεβαιωνόταν ο γενικός κανόνας: οι παροχές δεν αποδίδουν εκλογικά σε αυτόν που τις κάνει.
Την ίδια ώρα, το κόστος είναι διπλό. Το πληρώνει το δημοκρατικό πολίτευμα καθώς οι πολίτες, ωφελημένοι και μη, αντιλαμβάνονται τον εμπαιγμό με αποτέλεσμα να μεγαλώνει η καχυποψία και η δυσπιστία απέναντι στο πολιτικό σύστημα. Αλλά το πληρώνει και η οικονομία, αφού οι παροχές ανοίγουν δημοσιονομικές τρύπες που δύσκολα κλείνουν –ή, όταν κλείνουν, κλείνουν με άγρια φορολόγηση.
Ο Πρωθυπουργός επιμένει να βλέπει ως μάννα εξ ουρανού μια αποτυχημένη συνταγή που έχει βλάψει πολλαπλώς τον τόπο. Δέσμιος του πανικού που προκαλούν οι μετρήσεις της κοινής γνώμης, καταφεύγει σε πρακτικές που άφησαν ένα βαθύτατα αρνητικό στίγμα στην περίοδο της Μεταπολίτευσης. Για να επιβεβαιωθεί ότι ο ίδιος και η κυβέρνησή του δεν άφησαν τίποτε που να μην αντιγράψουν από το υποτιθέμενο «παλιό».