Κανονικά, θα ήταν το σύμβολο μιας Ελλάδας που δεν υπάρχει πια. Της Ελλάδας που έχουν αποβάλει τόσο το πολιτικό σύστημα όσο και το κοινωνικό σώμα επειδή σε αυτήν την Ελλάδα θα αναγνώριζαν την αιτία της κακοδαιμονίας τους. Ο Ακης Τσοχατζόπουλος θα ενσάρκωνε κανονικά αυτό που καταγγέλλουν όλοι μετά βδελυγμίας, αν και με διαφορετικό τρόπο ο καθένας, ως «παλιό». Θα ήταν το σημείο της ρήξης με το πελατειακό σύστημα, τον προσωπικό προσπορισμό, την πολιτική αδιαφάνεια, την οικονομική διαφθορά, θα ταυτιζόταν με την πιο αρνητική από τις αρνητικές σημάνσεις της Μεταπολίτευσης.
Αλλά ο αποφυλακισμένος Τσοχατζόπουλος δεν συμβολίζει μια Ελλάδα που δεν υπάρχει. Συμβολίζει μια Ελλάδα που παραμένει ζωντανή. Μια Ελλάδα που επιβιώνει με τον ίδιο τρόπο, το ίδιο σχήμα: με μια λαϊκιστική ρητορική που επιστρατεύει για να υποδυθεί την ηθική, την αδιάφθορη, την άτεγκτη απέναντι στο οικονομικό έγκλημα, την προστάτιδα του δημόσιου χρήματος, την Ελλάδα που, σαν τον Ακη Τσοχατζόπουλο, αγανακτεί: δεν είναι αυτός που έχει δωροδοκηθεί, είναι τα σκοτεινά κέντρα που επιδιώκουν την εξόντωσή του, δεν είναι αυτός ο κλέφτης που φωνάζει, είναι όλοι οι άλλοι κλέφτες που βρήκαν στο πρόσωπό του έναν αποδιοπομπαίο τράγο. Δεν είναι αυτός ο αδίστακτος θύτης, οι άλλοι είναι, αυτός είναι το ιδανικό θύμα.
Η κρίση γέννησε νέες δυνάμεις. Αλλά δεν γέννησε νέες νοοτροπίες. Από αυτήν την άποψη, ο Ακης Τσοχατζόπουλος θα δηλώνει πάντα αθώος, θύμα κάποιας σκευωρίας, και θα έχει δίκιο. Θα ήταν το σύμβολο μιας Ελλάδας που δεν υπάρχει πια. Αλλά το ξέρει και ο ίδιος: είναι το σύμβολο μιας Ελλάδας που επιμένει.