Αν και στο ερώτημα αν η Ιστορία επαναλαμβάνεται –είτε κατά Μαρξ είτε κατά Σο είτε κατά Τουέιν –πολλές απαντήσεις έχουν δοθεί, πειστικές ή μη, δεν χωράει αμφιβολία ότι πολλές φορές καταστάσεις του παρόντος θυμίζουν έντονα το παρελθόν και προβληματίζουν –αν δεν τρομοκρατούν. Μια τέτοια περίπτωση είναι και η σημερινή κατάσταση οικονομικής κρίσης, αδυναμίας του φιλελευθερισμού να δώσει πειστικές απαντήσεις, ανόδου της Ακροδεξιάς, κατακλυσμού προσφύγων και τώρα τελευταία ενός παγκόσμιου εμπορικού πολέμου που φαίνεται να ξεκινά μετά τις τελευταίες πολιτικές προστατευτισμού που εγκαινίασε ο Ντόναλντ Τραμπ.
Με βάση τα παραπάνω είναι δύσκολο να μη σκεφτεί κανείς ξανά τον κόσμο της δεκαετίας του ’30 που οδήγησε στα ολοκληρωτικά καθεστώτα και στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Τότε, η οικονομική κρίση του 1929-30 και οι οικονομικές πολιτικές που ακολουθήθηκαν οδήγησαν σε διαδοχικές κρίσεις και στην άνοδο του φασισμού παντού στην Ευρώπη. Η κατάσταση σήμερα φυσικά δεν είναι ίδια, και η οικονομική κρίση που άρχισε το 2008 έχει εντελώς διαφορετικές βάσεις από αυτήν του 1929-30, όμως οι αλυσιδωτές αντιδράσεις που ξεκίνησαν το 1930 από τα μέτρα προστατευτισμού που πήρε η Αμερική δεν μπορούν παρά να κρούουν έναν κώδωνα κινδύνου στο σήμερα. Ταυτόχρονα, το πλαίσιο των μετακινούμενων από χώρα σε χώρα προσφύγων και η αδυναμία πειστικών απαντήσεων του φιλελεύθερου συστήματος, με την άνοδο της Ακροδεξιάς στην Ευρώπη, δίνουν ένα στίγμα που είναι αδύνατο να αγνοήσει κανείς, ειδικά αν το συγκρίνει με τη μεσοπολεμική Ευρώπη.
Στις αρχές του 1930, η αμερικανική κυβέρνηση αποφάσισε, για λόγους που μοιάζουν με τους σημερινούς, να τονώσει την εγχώρια οικονομία, η οποία δεχόταν ισχυρό πλήγμα από την κρίση που είχε ξεσπάσει το 1929, ψηφίζοντας μια πράξη που έμεινε γνωστή ως Πράξη Smoot – Hawley από τα ονόματα των εμπνευστών της. Με αυτήν την πράξη επιβλήθηκαν δασμοί σε μια σειρά προϊόντων, ξεκινώντας μια αλυσιδωτή αντίδραση ύψωσης δασμών σε όλες τις χώρες του κόσμου ως απάντηση στην αμερικανική πρόκληση, η οποία οδήγησε τελικά το παγκόσμιο εμπόριο στην κατάρρευση και τον κόσμο στην απελπισία της «μεγάλης ύφεσης». Αν και οι αρχικές εκτιμήσεις ήταν ότι η αμερικανική οικονομία θα ανέκαμπτε λόγω της τόνωσης της εγχώριας παραγωγής, τα αποτελέσματα ήταν εντελώς αντίθετα καθώς από τη στιγμή που και οι άλλες χώρες ύψωναν δασμολογικά τείχη, οι αμερικανικές εξαγωγές μειώνονταν, με αποτέλεσμα η οικονομία να πέφτει σε ακόμη μεγαλύτερη ύφεση. Το ίδιο συνέβη και σε όλες τις υπόλοιπες χώρες του κόσμου που ακολούθησαν αυτόν τον ξέφρενο δασμολογικό ρυθμό. Με αυτόν τον τρόπο όμως μειώθηκε συνολικά η παραγωγή παγκοσμίως, αφού μειωνόταν η ζήτηση λόγω της αύξησης των τιμών και με τη σειρά της αυξανόταν η ανεργία ως λογικό επακόλουθο, με τις τιμές των βασικών καταναλωτικών αγαθών να εκτοξεύονται στα ύψη.
Αυτήν την κατάσταση εκμεταλλεύτηκαν στο έπακρο οι γνωστοί δικτάτορες του Μεσοπολέμου, ακολουθώντας επιθετικές πολιτικές που βασίζονταν στην τόνωση του ηθικού και κυρίως στην ανάκαμψη της οικονομίας μέσω κεϊνσιανικού τύπου πολιτικών, οι οποίες φυσικά ήταν αρεστές στους ηθικά ξεπεσμένους και οικονομικά ρημαγμένους λαούς. Και αν αυτή δεν ήταν η περίπτωση της Γαλλίας ή της Αγγλίας, η άνοδος των φασιστικών καθεστώτων του Μεσοπολέμου επετεύχθη χάρη στην αδυναμία αυτών των μεγάλων δυνάμεων της φιλελεύθερης δημοκρατίας να δώσουν πειστικές οικονομικές απαντήσεις στις κρίσεις της δεκαετίας του ’30, κοιτάζοντας μόνο τα εσωτερικά της χώρας τους.
Αν λοιπόν σήμερα βρισκόμαστε μπροστά στο φάσμα ενός νέου οικονομικού πολέμου, θα πρέπει να είμαστε προετοιμασμένοι και να αντιμετωπίσουμε τα φυσικά επακόλουθά του, που δεν μπορεί να είναι άλλα από την άνοδο της λαϊκιστικής Ακροδεξιάς απέναντι σε έναν κόσμο που θα βυθίζεται στην ύφεση.
Ο Δημήτρης Μπαχάρας είναι δρ Ιστορίας, υπεύθυνος του Τμήματος Ιστορικών Αρχείων ΕΛΙΑ – ΜΙΕΤ