Το είπε την περασμένη εβδομάδα στα «ΝΕΑ» ο Δημήτρης Λιγνάδης. «Η Αθήνα κατοικείται όχι από ένα σύνολο πολιτών, αλλά από έναν εσμό ιδιωτών». Αυτή η διαπίστωση αποκρυπτογραφεί πολλά ως προς τις συμπεριφορές των κατοίκων της πρωτεύουσας. Οπως, για παράδειγμα, το ότι στον όρο «πολίτης» αναγνωρίζουν κυρίως δικαιώματα και καθόλου υποχρεώσεις. Αλλά και την ιδέα πως η δημόσια περιουσία είναι προσωπική ιδιοκτησία τους και μπορούν να την κάνουν ό,τι γουστάρουν. Κυρίως όμως ότι το τζάμπα είναι μαγκιά, πολύ περισσότερο αν ο φεσωμένος είναι το ίδιο το κράτος. Το ότι έχουν γίνει επανειλημμένα προσπάθειες για να επιτευχθεί το αυτονόητο, δηλαδή να πληρώνουν εισιτήριο οι επιβάτες, ας πούμε ότι είναι ένα από τα αρνητικά συμπτώματα του ελληνικού ταμπεραμέντου. Το ότι αντιδρούν σε αυτό οι ίδιοι οι εργαζόμενοι στον ΟΑΣΑ είναι μια παθογένεια που όσο επικρατεί, το βήμα προς την ουσιαστική πρόοδο θα μένει μετέωρο σαν του πελαργού.
Κατά τα άλλα, έχω μεγαλώσει σε μια εποχή που το λεωφορείο δεν ήταν μόνο μέσον μεταφοράς, αλλά κινούμενος τόπος συνάντησης. Οι θρυλικοί εισπράκτορες που εκφωνούσαν, πολλές φορές με ντοπιολαλιά, τις στάσεις, φορούσαν στολή, όπως άλλωστε και οι οδηγοί. Οι επιβάτες δεν ήταν βυθισμένοι στα κινητά τους και η ευρωπαϊκή παράδοση της ανάγνωσης βιβλίου κατά τη διάρκεια της διαδρομής δεν μας είχε ακόμη χτυπήσει την πόρτα. Στα λεωφορεία μιλούσαμε, γελούσαμε, κάναμε φασαρία, φλερτάραμε. Και τσακωνόμασταν. Με την ευκαιρία μάλιστα να επισημάνω κάτι. Στην ταινία «Ζητείται ψεύτης» του 1961, ο υπουργός Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης Θεόφιλος Φερέκης, που υποδύεται ο Παντελής Ζερβός, γυρίζει σπίτι του με το λεωφορείο. Εκεί συναντιέται με τον Θόδωρο –Ντίνο Ηλιόπουλο που, χωρίς να ξέρει ότι είναι αυτός από τον οποίον επρόκειτο να ζητήσει δουλειά, τσακώνεται μαζί του. Πριν από τριάμισι χρόνια, μια φωτογραφία της Ελένης Γερασιμίδου που, έπειτα από συνεδρίαση της Βουλής, περίμενε στη στάση το λεωφορείο έγινε viral ως κάτι αξιοθαύμαστο αλλά και αξιοπερίεργο.