Πότε και γιατί επιστρέφει το παρελθόν; Ή μάλλον ποιο παρελθόν επιστρέφει και τι σημαίνει η επιστροφή του για το παρόν μας; Λίγα μόλις χρόνια νωρίτερα, η προσφιλής ιστορική αναλογία στον ευρωπαϊκό και στον ελληνικό δημόσιο λόγο εντοπιζόταν στη δεκαετία του 1940 και στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η συγκεκριμένη αναφορά εντασσόταν στο πλαίσιο των πολέμων της μνήμης που πυροδότησε το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, αλλά και στο πλαίσιο των ανταγωνισμών που έφερε στην επιφάνεια η οικονομική κρίση στα τέλη της δεκαετίας του 2000.
Σήμερα, οι ψηφίδες που συνθέτουν το διεθνές σκηνικό μετατοπίζουν το βλέμμα των δημοσιολόγων και της κοινής γνώμης σε μια άλλη ιστορική αναλογία. Ο Μεσοπόλεμος, η δεκαετία του 1930, εμφανίζονται στη δημόσια ιστορία ως το παρελθόν εκείνο το οποίο θα επανεγγραφεί στο μέλλον μας. Πρόκειται για την περίοδο όπου όλα όσα προετοίμαζαν και οδηγούσαν στην τραγωδία του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου ήταν ήδη ορατά. Το κραχ και η οικονομική κρίση, η επικράτηση του φασισμού και του ναζισμού, η ήττα της δημοκρατίας, ο ακραίος ανταγωνισμός των εθνικών κρατών, η όξυνση του ρατσισμού και του αντισημιτισμού, η «βιαιοποίηση» της πολιτικής. Ολες οι προϋποθέσεις του δράματος ήταν παρούσες κι ωστόσο, με βάση την εκ των υστέρων ματιά, ο κόσμος ήταν ακόμη ένα βήμα πριν από το καθεαυτό δράμα.
Είναι αυτό που καθιστά τη δεκαετία του 1930 επίκαιρη; Η αίσθηση δηλαδή ότι το καθεαυτό δράμα θα μπορούσε να λάβει χώρα ανά πάσα στιγμή με όλες τις προϋποθέσεις του να είναι ήδη παρούσες; Οι εικόνες των τραυματισμένων προσφύγων στα συρματατοπλέγματα της ευρωπαϊκής ηπείρου, οι εικόνες των παιδιών που χωρίζονται από τους γονείς τους στα σύνορα του Νέου Κόσμου προβάλλουν στην ειδησεογραφία ως πρόγευση της μορφής που μπορεί να λάβει αυτή η νέα τραγωδία.
Πίσω από αυτές τις εικόνες, η ένταση των μεταναστευτικών ροών και το ξενοφοβικό μίσος, η οικονομική κρίση, η αναβίωση του οικονομικού εθνικισμού, η υποχώρηση των αξιών της φιλελεύθερης δημοκρατίας είναι ορισμένες από τις όψεις της συγχρονίας που παραπέμπουν στην κρίση της δεκαετίας του 1930. Ιδιαίτερη θέση σε αυτόν τον προβληματισμό καταλαμβάνει η άνοδος στην εξουσία ηγετών, οι οποίοι εκφράζουν διαφορετικές εκδοχές ενός αντιφιλελεύθερου μοντέλου διακυβέρνησης που στηρίζεται στον λαϊκισμό, τον νατιβισμό και τρέφει ξενοφοβικές πρακτικές. Παρά τις πολλές διαφορές τους, ηγέτες όπως ο Πούτιν, ο Ερντογάν, ο Ορμπαν ή ο Τραμπ αποτελούν τα διαφορετικά πρόσωπα της απειλής που υφίσταται η φιλελεύθερη δημοκρατία.
Παράλληλα, μια σειρά από θεωρούμενους κοινούς τόπους στον λόγο περί παγκοσμιοποίησης φαίνεται πως όχι μόνο δεν αποτελούν πλέον βεβαιότητες, αλλά υπόκεινται σε σοβαρές επαναξιολογήσεις. Η σημαντικότερη ίσως από αυτές αφορά την επιστροφή αφενός του έθνους – κράτους ως υλικής και φαντασιακής οντότητας, αφετέρου της ισχύος των συνόρων ως του κατεξοχήν συμβολικού διακυβεύματος. Αλληλένδετη με αυτήν την εξέλιξη είναι και η αποδυνάμωση διακρατικών και υπερεθνικών θεσμών, όπως καταδεικνύει η αδυναμία εμβάθυνσης της Ευρωπαϊκής Ενωσης –με το Brexit να αποτελεί ένα ηχηρό σύμπτωμα αυτής της αδυναμίας –αλλά και η ένταση στις σχέσεις των ΗΠΑ με τους Ατλαντικούς τους εταίρους, με επίκεντρο έναν άτυπο οικονομικό πόλεμο, όπως εκφράστηκε γλαφυρά στην πρόσφατη σύνοδο του G7. Στον πυρήνα τους, τα γεγονότα αυτά αναδεικνύουν μια κρίση της μεταπολεμικής συναίνεσης και σταθερότητας.
Ο ρόλος της ιδεολογίας, και συγκεκριμένα του εθνικισμού, είναι ένα κρίσιμο στοιχείο της αναλογίας ανάμεσα στη δεκαετία του 1930 και το σήμερα. Για τις πλατιές μάζες των ανθρώπων στις δυτικές κοινωνίες, ο εθνικισμός αποτελεί όχι απλώς την ισχυρότερη, αλλά πιθανόν τη μοναδική ιδεολογική αναφορά τους. Οπως άλλωστε προκύπτει από τις πλέον πρόσφατες αναλύσεις, η στροφή προς τις ξενοφοβικές και αντιφιλελεύθερες πολιτικές επιλογές δεν είναι το γραμμικό αποτέλεσμα της οικονομικής δυσπραγίας και ανασφάλειας, αλλά προϊόν της πολιτισμικής ανασφάλειας, μιας ανασφάλειας που πηγάζει από τα χαρακτηριστικά και τον ρόλο της εθνικής ταυτότητας ως της ισχυρότερης, πλέον, ταύτισης.
Αυτός ο νέος εθνικισμός υπηρετεί πολλαπλές λειτουργίες όπως η έκφραση της αντισυστημικότητας και της αντίθεσης στις ελίτ, με τις τελευταίες να ταυτίζονται με υπερεθνικά κέντρα ή εξωτερικούς εχθρούς. Κρίσιμη εδώ είναι η σχέση της ιδεολογίας με την προπαγάνδα, μία σχέση που μετασχηματίζεται από την έννοια της «εναλλακτικής αλήθειας» (alternative truth). Παρά την αναμφισβήτητη ισχύ των προπαγανδιστικών μηχανισμών στο παρελθόν, η εδραίωση των «πλαστών ειδήσεων» (fake news) στον δημόσιο λόγο αποτελεί μία σαφή οπισθοχώρηση ως προς τη σύλληψη της δημόσιας σφαίρας και του πολιτικού. Αυτή η υποχώρηση επιβεβαιώνεται όταν πολιτικές ηγεσίες θεωρούν ότι πρόκειται για θεμιτή πρακτική στο πλαίσιο μιας διακριτής κοινότητας ανθρώπων, η οποία δικαιούται να επικαλείται τη δική της πραγματικότητα.
Παρότι λοιπόν η δεκαετία του 1930 δεν μπορεί να επαναληφθεί στη σημερινή συγκυρία, η μνήμη της ωστόσο προσφέρει έναν τρόπο κατανόησης και εγρήγορσης έναντι των αχαρτογράφητων υδάτων εντός των οποίων κινείται η διεθνής πολιτική στη συγχρονία.
H Τζένη Λιαλιούτη είναι ιστορικός, μεταδιδάκτορας ερευνήτρια στο ΚΕΙΝΕ της Ακαδημίας Αθηνών