«Για έναν Αργεντινό είναι μεγάλη ντροπή να χάσει από Βραζιλιάνους. Είναι ακόμα ντροπή να χάσει το Παγκόσμιο Κύπελλο που εδώ και τέσσερα χρόνια κατέχει περήφανα η χώρα του και πάνω απ’ όλα να δεχτεί κόκκινη κάρτα σε ένα παιγνίδι Π.Κ. και μάλιστα όταν οι συμπαίκτες του περιμένουν τα πάντα ή σχεδόν τα πάντα από αυτόν. Μιλάω για τον Ντιέγκο Μαραντόνα που ασφαλώς θα πρέπει να αισθάνθηκε πολύ άσχημα, την ώρα που αντίκριζε την κόκκινη κάρτα, στο παιγνίδι με τη Βραζιλία, και έφευγε από το γήπεδο παίρνοντας το δρόμο που οδηγεί στα αποδυτήρια. Οσο κι αν το κορμί του μικρόσωμου Μαραντόνα ήταν στητό όπως πάντα, και το κεφάλι του ψηλά, στοιχηματίζω ότι η καρδιά του ήταν πολύ πιο κάτω από τα γόνατά του.(…) Τώρα που θα ξεκινήσει μια νέα καριέρα με την Μπαρτσελόνα, πρέπει να προσπαθήσει να στηρίζεται πιο πολύ στα πόδια του και λιγότερο στο όνομά του».
Edson Pele

5 Iουλίου 1982
«ΤΟ ΜΟΥΝΤΙΑΛ ΑΠΟΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΖΕΙ»

«Το ποδόσφαιρο», σημειώνει η καθηγήτρια της ψυχολογίας και παιδαγωγικής της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Μ. Χαρίτου – Φατούρου, «είναι κατεξοχήν ανταγωνιστικό παιχνίδι. Σου δίνει τη δυνατότητα να ταυτιστείς. Οσο πιο καλή η ομάδα και όσο περισσότεροι οι οπαδοί της, τόσο πιο δυνατός αισθάνεσαι ο ίδιος. Οσο περισσότερο μπορείς να εκφράζεις ομαδικά τη δυσαρέσκεια ή ικανοποίησή σου, τόσο περισσότερο αισθάνεσαι ότι συμμετέχεις στην αγωνιστικότητα, στη δύναμη. Δεν είναι τυχαίο ότι το ομαδικό ανταγωνιστικό παιχνίδι είναι κυρίως προϊόν του αιώνα μας. Οτι φάνηκε για πρώτη φορά στην Αγγλία σε μια εποχή που η χώρα ήταν μια ανερχόμενη αποικιοκρατική δύναμη. Οτι οι καλύτερες ομάδες σήμερα βρίσκονται στις δικτατορίες της Ν. Αμερικής. Οτι οι ΗΠΑ έχουν εφεύρει ένα είδος ποδοσφαίρου ακόμη πιο ανταγωνιστικού, βίαιου και επιθετικού. (…) Δεν έχω αμφιβολία ότι η υπερβολική προβολή του ποδοσφαίρου μέσα από το Μουντιάλ αποπροσανατολίζει τον θεατή από άλλες σημαντικές περιοχές της ζωής του όπως τα πολιτιστικά ή τα οικονομικά».