Από τους γονείς μου γιατί υπήρξα άδικος και σκληρός μαζί τους και από τη γυναίκα μου –είμαστε μαζί από 25 χρονών (σ.σ.: η ηθοποιός Εμιλυ Κολιανδρή). Οταν άρχισαν να μου συμβαίνουν ωραία πράγματα στη δουλειά, σκεφτόμουν μόνο εμένα. Θεωρούσα τη σχέση μας δεδομένη –φυσικά δεν ήταν έτσι. Οταν είσαι πιτσιρίκος και φιλόδοξος όμως μπορεί να συμβεί. Με το μυαλό που έχω τώρα ξέρω ότι θα έπρεπε να είχα αντισταθεί. Δυστυχώς δεν αντιστάθηκα.
«Χάρη στον Βολανάκη δεν έγινα φασίστας»
Σας βρίσκουμε στην προετοιμασία της «Ηλέκτρας» όπου θα υποδυθείτε τον Αίγισθο.
Είναι ένας μικρός αλλά αιματηρός ρόλος. Σκοτώνει και σκοτώνεται όπως όλοι οι άνθρωποι: σκοτώνει και σκοτώνεται συμβολικά. Πήρε μια εκδίκηση, έγινε βασιλιάς και ήρθε η εκδίκησή του και τον εκδικήθηκε.
Γιατί πιστεύετε ότι αυτός ο μύθος των Ατρειδών απασχόλησε τρεις τραγικούς, Σοφοκλή, Ευριπίδη, Αισχύλο;
Ανέδειξαν ο καθένας διαφορετικά πράγματα σε σχέση με την εποχή τους. Η Αθήνα τότε ήταν στο απόγειό της, είχε κάνει έναν κύκλο ενάρετο. Μετά τους Περσικούς Πολέμους οι άνθρωποι μόνοιασαν, η δημοκρατία έφτασε στο απόγειό της. To κύρος και η δύναμη που απέκτησαν οι Αθηναίοι, τους έδωσε ηγεμονία στην Ανατολική Μεσόγειο. Εστω και σχηματικά, εδώ μπορούμε να δούμε έναν κύκλο ιστορίας και ζωής: οι δύσκολες εποχές γεννούν δυνατούς και ενάρετους άντρες που μας οδηγούν σε καλές εποχές. Οι καλές εποχές από την άλλη γεννούν μαλθακούς άντρες, μη ενάρετους, οι οποίοι έχουν μάθει μόνο να απολαμβάνουν χωρίς να παλεύουν και φέρνουν τις κακές εποχές. Αυτός είναι ο κύκλος της ιστορίας και της ζωής.
Αυτή η εποχή είναι καλή ή κακή;
Ψάχνουμε ακόμα τους δυνατούς και τους ενάρετους άντρες. Είμαστε σε μια φάση παρακμής που προέκυψε από την πλαστή ευμάρεια και μας έχει κάνει μαλθακούς. Μελετώντας αυτά τα έργα των 2.500 χρόνων, παρατηρώ ότι είμαστε μια κοινωνία που δεν έχει μάθει το μπαρουτοκάπνισμα, ούτε της δουλειάς ούτε του πολέμου.
Του πολέμου;
Οι άνθρωποι έχουμε μια ζωώδη τάση προς τη βία.
Θα ήσασταν διαφορετικός άνθρωπος αν δεν κάνατε θέατρο;
Σίγουρα ναι. Οταν πήγα στη σχολή του Θεάτρου Τέχνης πριν από 20 χρόνια, γεννήθηκε ένας καινούργιος άνθρωπος. Σχεδόν δεν με αναγνωρίζω. Παραμένουν βεβαίως σταθερά κάποια στοιχεία όπως η παιδική ηλικία –που παραμένει κοινή και για τους δυο αυτούς ανθρώπους, γι’ αυτό που είμαι τώρα και αυτό που ήμουν τότε –και με έχει καθορίσει.
Πώς ήταν εκείνα τα χρόνια;
Είχα ευτυχισμένα παιδικά χρόνια, ο πατέρας μου δούλευε πολύ, η μητέρα μου ήταν στο σπίτι. Επαιζα στους δρόμους πόλεμο με φυσοκάλαμο κ.λπ. Το δεύτερο στοιχείο είναι η πίστη που είχα στον εαυτό μου. Αλλά ο «Χρήστος» πριν από τη σχολή δεν είχε προσπαθήσει για πολλά. Πέρασα 15ος στο Πανεπιστήμιο Πειραιά γιατί ήμουν από αυτούς τους μαθητές που έπιαναν το μάθημα από την παράδοση. Μόνο στην προετοιμασία για το πανεπιστήμιο προσπάθησα πραγματικά για κάτι. Θυμάμαι όμως το βράδυ πριν πάω να δώσω εξετάσεις στο Θέατρο Τέχνης, να κλαίω όλη τη νύχτα και να μην μπορώ να κοιμηθώ. Ηθελα πάρα πολύ να περάσω.
Πώς βιώσατε εκείνη την επιτυχία;
Ως αναγέννηση. Γιατί τότε άρχισε η καθημερινή προσπάθεια και κυρίως η εσωτερική πάλη για να ανοίξω μέσα μου. Εκεί έγινα ένας άνθρωπος που δεν υπήρχε πριν. Μέχρι εκείνη τη στιγμή νόμιζα ότι μπορώ να κάνω τα πάντα. Με ελάχιστη προσπάθεια ήμουν πολύ καλός σε ό,τι και αν έκανα: στο μπάσκετ, στο κολύμπι, στα μαθήματα. Στο θέατρο κατάλαβα το πόσο «μικρός» είμαι.
Το θέατρο ήταν η αιτία. Η αφορμή για να συρρικνωθεί το εγώ σας ποια ήταν;
Οι πολλοί σημαντικοί άνθρωποι που γνώρισα. Τους καθηγητές μου, που ήταν για παράδειγμα ο Λαζάνης, η Πιττακή και άλλοι όπως ο Βασίλης Παπαβασιλείου ο οποίος μου είπε μια ιστορία με τον Γκάλη που με δίδαξε πολλά.
Πείτε μου την ιστορία με τον Γκάλη.
Μετά το 1987, όταν ο Νίκος Γκάλης έπαιζε στον Αρη, τότε που ήταν ισόβιος πρωταθλητής, πήγαινε μισή ώρα πριν από την προπόνηση, έβαζε βάρη στα πόδια του και ανέβαινε και κατέβαινε τις σκάλες του Παλέ ντε Σπορ, συνέχιζε με τρεις ώρες προπόνηση με τους άλλους και μετά ξανά μόνος. Αυτή η ιστορία μού δίδαξε ότι πρέπει να δουλεύεις σκληρά εσύ προσωπικά, γιατί έτσι δουλεύεις για το σύνολο. Ευτυχώς στη συνέχεια γνώρισα πολλούς ανθρώπους που μου το υπενθύμιζαν. Το είχα ανάγκη επειδή, τότε ειδικά, ήμουν πολύ μεγάλος νάρκισσος.
Να υποθέσω ότι θα είχατε και τους λόγους σας…
Ηταν η εποχή που είχα πρωτοβγεί και έλεγαν όλοι υπερβολές για μένα, «ο καλύτερος ηθοποιός της γενιάς του» κ.λπ. Κολακεύτηκα πολύ, μου άρεσε. Πάνω σ’ εκείνη την τρέλα του ναρκισσισμού ήμουν περίπου 25 ετών, είχα πει «όχι» στον Κακογιάννη όταν μου πρότεινε να παίξω τον Αμλετ. Ο τρόπος που μου έδειξε να το κάνω μου έκλεινε τη φαντασία, μου μηδένιζε την περιέργεια. Οταν είπα «όχι» σε αυτή την πρόταση, μου λέει η Ελένη Γλύκατζη – Αρβελέρ: «Σκέφτηκα ότι αυτό το παιδί είναι ή πολύ χαζό ή πολύ έξυπνο».
Δεν αναπολήσατε αυτό το «όχι» όταν ενδώσατε σε πιο εμπορικά πράγματα όπως ήταν τα «Παντρολογήματα»;
Οταν πήγα να το κάνω ήξερα τι θα είναι. Στα είκοσί μου φυσικά θα έλεγα πάλι όχι. Ομως μεγαλώνοντας, έχοντας δημιουργήσει οικογένεια και ησυχάζοντας μέσα μου χάρις σε κάποια πράγματα που έκανα στο θέατρο και για τα οποία ήμουν πολύ περήφανος, είπα «θα δω και αυτό πώς είναι». Συμβιβάστηκα, αλλά ποτέ μόνο για τα χρήματα. Ηθελα να κάνω έστω και ένα μικρό βήμα μέσα μου.
Το μεγαλύτερο βήμα που κάνατε;
Οτι συνειδητοποίησα πόσο «μικρός» είμαι, ενώ κάποτε όπως σου είπα είχα ένα τεράστιο «εγώ». Είχα περάσει επικίνδυνη κατάσταση. Φλέρταρα με τον φασισμό. Είχα θυμό και φόβο. Ηταν η εποχή που είχαν έρθει οι μετανάστες από την Αλβανία και στις ειδήσεις άκουγες μόνο για εγκλήματα. Βλέποντας αυτούς τους ανθρώπους σαν ξένους και υποδεέστερους, αν και δεν είχα γνωρίσει κανέναν τους, και σε συνδυασμό με μια αίσθηση ανωτερότητας που είχα για τον εαυτό μου, χωρίς βέβαια να το έχω αποδείξει σε κανέναν και πουθενά, είχα αρχίσει να σκέφτομαι περίεργα.
Πώς ξεφύγατε από αυτό;
Με έσωσε ένας άνθρωπος που γνώρισα όταν πήγα στο Θέατρο Τέχνης. Λίγα μέτρα από εδώ που καθόμαστε ήταν ένα καφέ, η Μαρωνίτα (σ.σ.: στην πλατεία των Εξαρχείων) κι εκεί γνώρισα έναν άλλο σπουδαίο άνθρωπο που έπαιξε καταλυτικό ρόλο στη ζωή μου. Ηταν ένα βράδυ που κουβαλούσα με έναν φίλο μου τις βαλίτσες του Λαζάνη από την Επίδαυρο στην Ερεσού όπου έμενε και γνωρίσαμε τον Μίνωα Βολανάκη. Αναπτύξαμε μια πολύ ωραία σχέση. Δίναμε ραντεβού στη Μαρωνίτα για καφέ, πηγαίναμε στο γραφείο του στη Σπύρου Μερκούρη και μας έδινε βιβλία, μας μιλούσε, μας πήγαινε σινεμά. Επειτα συζητούσαμε για ό,τι διαβάζαμε και βλέπαμε. Εγινε ο γκουρού μας, ο μέντοράς μας.
Πώς σας ευεργέτησε αυτή η σχέση;
Ανοιξε ένα μεγάλο παράθυρο στο μυαλό μου. Συνειδητοποίησα ότι τα πράγματα γύρω αλλάζουν κι ότι είναι τόσο ρευστά ώστε είναι το λιγότερο γελοίο να σκέφτομαι ότι είμαι πάνω απ’ όλους. Το οφείλω στον Μίνωα. Με έσωσε από το να γίνω φασίστας. Ηταν ο πρώτος που γνώρισα βαθιά και έκανα ουσιαστική επαφή μαζί του. Θυμάμαι είχα βρει ένα σκυλάκι στον δρόμο πολύ άρρωστο, το πήρα σπίτι και το έσωσα. Λέω στον Βολανάκη «απέκτησα σκύλο» και μου απαντάει «εκείνος τι απέκτησε;» και μου δίνει να διαβάσω Καστανιέδα. Ηταν ένα σχολείο ζωής.
Τι σας έχει πληγώσει περισσότερο στη δουλειά που επιλέξατε;
Οτι όλοι οι άνθρωποι δεν είχαν το ίδιο κίνητρο. Μπορεί να ήμουν σε έναν θίασο που κάποιοι επιθυμούσαμε να κάνουμε κάποια βήματα εμπρός και κάποιοι στέκονταν πίσω και απλώς ήθελαν να βγάλουν το καλοκαίρι τους. Θύμωνα. Ημουν όμως τότε μικρός και ανόητος. Από την άλλη αργότερα σκέφτηκα ότι κι εγώ που ήθελα να πάω μπροστά στην τέχνη δεν ξέρω σε ποιον βαθμό ήταν ειλικρινές το κίνητρό μου και σε ποιον βαθμό μιλούσε ο ναρκισσισμός του νέου ανερχόμενου που θα κάνει όλους τους ρόλους τέλειους.
Από ποιον θα ζητούσατε συγγνώμη;