Τις πληγές του μετρά ακόμη, 16 μήνες μετά την καταστροφική πυρκαγιά της 22ας Μαρτίου 2017, που μετέτρεψε σε στάχτη την εντυπωσιακή οροφή του, το τέμενος του Βαγιαζίτ, ένα από τα σημαντικότερα μουσουλμανικά τεμένη της Ευρώπης και το μεγαλύτερο σωζόμενο στην περιοχή των Βαλκανίων.
«Ασκεπές, τίθεται σε άμεσο κίνδυνο από τις βροχές που θα ξεκινήσουν το φθινόπωρο» το πληγωμένο μνημείο, που δεσπόζει στην πόλη του Διδυμοτείχου, όπως παραδέχθηκε η γενική γραμματέας του Υπουργείου Πολιτισμού, Μαρία Ανδρεαδάκη –Βλαζάκη, κατά τη χθεσινή συνεδρίαση του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου στην οποία συζητήθηκε το master plan των εργασιών που πρέπει να γίνουν για την αποκατάσταση του.
Το πλάνο εργασιών μεταξύ άλλων περιλαμβάνει την ανακατασκευή της στέγης – μια εξαιρετικά ογκώδη δρύινη πυραμίδα καλυμμένη με μολύβι στο εσωτερικό της οποίας υπήρχε μια τρουλωτή ξύλινη ψευδοροφή – την αποκατάσταση του μιχράμπ και την αποτοίχιση της υπερκείμενης παράστασης που απεικονίζει την πύλη του Ζαχαρία διότι κρύβει ένα παράθυρο και μεταφορά της στο μουσείο Διδυμοτείχου, την τοποθέτηση τζαμιών στα παράθυρα από σμαραγδένιο φυσητό γυαλί, διενέργεια ανασκαφικής έρευνας κι αποκατάσταση της μνημειακής κλίμακας εισόδου και του μιναρέ. Η έγκρισή του πλάνου κρίθηκε απαραίτητη ώστε να προχωρήσει η χρηματοδότηση των εργασιών από κοινοτικά κονδύλια με ποσό που θα ξεπεράσει τα πέντε εκατομμύρια ευρώ.
Αν ένα από τα δυσκολότερα έργα θα είναι η κατασκευή του ακριβούς αντιγράφου της στέγης, όπως τόνισε ο προϊστάμενος της διεύθυνσης Αναστήλωσης Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Μνημείων του ΥΠΠΟ, Θέμης Βλαχούλης, ακόμη πιο δύσκολο ίσως αποδειχθεί ο εντοπισμός της ξυλείας που απαιτείται. Οι μέχρι στιγμής έρευνες έχουν δείξει ότι στη διεθνή αγορά δεν είναι διαθέσιμα οριζόντια δοκάρια δρυός μήκους 12,80 μ. όπως αυτά που συνέθεταν την αρχική στέγη, καθώς το μέγιστο φτάνει τα 10 μ. σύμφωνα με την αρχαιολόγο Λίλα Σαμπανοπούλου της αρμόδιας Εφορείας Αρχαιοτήτων. Εκτιμάται δε ότι η διαδικασία εντοπισμού κατάλληλης ξυλείας, αφύγρανσης και κοπής μπορεί να απαιτήσει έως και τρία χρόνια.
Οι κόντρες ωστόσο δεν έλειψαν κατά τη χθεσινή συνεδρίαση, καθώς έγινε λόγος για μαξιμαλιστικές μελέτες, αναφέροντας ως ανάλογο παράδειγμα το Γεφύρι της Πλάκας το οποίο 42 μήνες μετά την κατάρρευσή του, όπως ειπώθηκε χαρακτηριστικά, δεν έχει ακόμη αναστηλωθεί. Για το λόγο αυτό ζητήθηκε να δοθεί προτεραιότητα στη στέγη, κάτι όμως που δεν μπορεί να γίνει χωρίς να υπάρξει συνολική αντιμετώπιση των προβλημάτων δεδομένης της μεγάλης θερμότητας που δέχθηκε το κέλυφος του μνημείου λόγω της πυρκαγιάς. Ένας δεύτερος κίνδυνος που επισημάνθηκε είναι η αυστηρή τήρηση των χρονοδιαγραμμάτων, αν και κατέστη σαφές ότι είναι πολύ δύσκολο το έργο να έχει ολοκληρωθεί το 2022 οπότε και ολοκληρώνεται το τρέχον κοινοτικό πρόγραμμα στήριξης.
Για να αντιμετωπίσει τον επερχόμενο χειμώνα χωρίς περαιτέρω επιβάρυνση το μνημείο από τη βροχή – η οποία εκτιμάται ότι θα προκαλέσει μεγαλύτερη ζημιά από ότι η φωτιά – προγραμματίζεται να δημιουργηθεί ένα σύμπλεγμα προσωρινών στεγάστρων πάνω από τους τοίχους και ένα κεντρικό στη θέση της οροφής ως τον Οκτώβριο.
Αξίζει να σημειωθεί ότι ως τώρα στο μνημείο του 15ου αιώνα η επιφάνεια του οποίου καλύπτει περί το ένα στρέμμα έχουν καταγραφεί τα πεσμένα ξύλα, έχει συγκεντρωθεί η στάχτη σε σακούλες και έχουν συλλεχθεί εκατομμύρια καρφιά, ενώ έχει περισφυχθεί ο μιναρές κι έχουν καθαιρεθεί τα κατάλοιπα του στεγάστρου, όπως και των ικριωμάτων που είχαν μετατραπεί σε άμορφη μάζα, εργασίες που κόστισαν στο Υπουργείο Πολιτισμού περί τις 300.000 ευρώ.