Η Κλωθώ, η νεότερη από τις τρεις Μοίρες που αντιπροσώπευε το παρόν και έκλωθε το νήμα της ζωής του ανθρώπου, την πορεία του πάει να πει από τη ζωή μέχρι τον θάνατο. Ο αργαλειός της Πηνελόπης αλλά και το «Τούκου τούκου ο αργαλειός μου, τούκου κι έρχεται ο καλός μου», τσάμικο με τη φωνή της Σοφίας Βέμπο. Κι εκείνη η «κόκκινη κλωστή δεμένη, στην ανέμη τυλιγμένη» –όσο υπάρχουν ακόμη γενιές που έτσι άρχιζαν τα παραμύθια τους. Τα βαμβακερά της Αιγύπτου που μας έφερναν οι θείοι μου οι ναυτικοί, απαλά σαν βελούδο. Το κασμίρι της Ινδίας, το ακριβότερο φυσικό ύφασμα στον κόσμο. «Της Αγρας τα μακριά σαριά, του Σάντουν το μετάξι» όπως το γράφει ο Καββαδίας. Και η κλωστή που όλο φιλάει η αγάπη του Λόρκα «και βυσσινιά τη βάφει». Ο «δρόμος του μεταξιού», στην πραγματικότητα η αποτύπωση των εμπορικών δραστηριοτήτων της κινέζικης αυτοκρατορίας, αφού το μετάξι ήταν το βασικό της προϊόν. Και «του λιναριού τα πάθη» για τις κακοδαιμονίες της ζωής, διότι το λινάρι πρέπει πρώτα να μουσκέψει για μέρες, μετά να στεγνώσει και μετά να «μαγγανιαστεί».
Η κλωστοϋφαντουργία και τα παράγωγά της βρίσκουν πάντα έναν τρόπο να περάσουν σε όλες τις εκφάνσεις και εκφράσεις του πολιτισμού μας. Από αρχαιοτάτων χρόνων. Οι απαρχές της χάνονται κάπου στα βάθη της νεολιθικής εποχής. Πάντως, πριν υπάρξουν πόλεις, υπήρχαν ήδη υφάσματα. Και θεωρώ ότι μία από τις στροφές της περιπέτειας του ανθρώπου ήταν όταν πέταξε από πάνω του τα τομάρια και τις προβιές και τύλιξε το σώμα του με υφάσματα.
Ισως τότε και να άρχισε να ανατέλλει στη συνείδησή του η έννοια της αισθητικής. Και της φιλαρέσκειας, ενός απολύτως ανθρώπινου χαρακτηριστικού.
Πώς να στερεώσει το ύφασμα πάνω του; Τι χρώμα να το βάψει; Με τι να το στολίσει; Και όλο αυτό είναι τόσο σημαντικό όσο και τα οικονομικά οφέλη.