Ας θυμηθούμε την εικόνα από το περίφημο τραγούδι των Σταύρου Ξαρχάκου και Νίκου Γκάτσου στην ταινία «Ρεμπέτικο»: στο «Μάνα μου Ελλάς», ο τραγουδιστής απευθύνεται με σπαρακτικό τρόπο στη «μάνα Ελλάδα» η οποία στη συγκυρία της Καταστροφής ξεπουλάει τα παιδιά της, τη στιγμή που η ίδια (εξακολουθεί να) βαυκαλίζεται με τα «αρχαία της στολίδια». Στο εξαιρετικά ενδιαφέρον βιβλίο του με τίτλο «Εγρεο, φίλα μάτερ», ο Γιάννης Κόκκωνας, καθηγητής Βιβλιολογίας στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο και ακάματος ερευνητής της Τυπογραφίας, αποδεικνύει αφενός μεν ότι τίποτα δεν στερείται ιστορικότητας, αφετέρου δε, καθώς έλεγε η αείμνηστη Μελίνα με άλλη αφορμή βέβαια, ότι «τα πάντα συνδέονται».
Οι περιπέτειες ενός αρχετυπικού μοτίβου (η πατρίδα ως «Μητέρα») και οι μεταμορφώσεις του στο διάβα των αιώνων καταδεικνύουν ότι ακόμη και απειροελάχιστες ψηφίδες του μωσαϊκού που συνθέτει τον σύγχρονο πολιτισμό αποτελούν την κατάληξη μιας πορείας που συναρθρώνεται με ευρύτερες εξελίξεις. Κοντολογίς, τίποτα δεν στερείται ιστορικότητας και τίποτα δεν μας αφαιρεί τη δυνατότητα να στοχαστούμε πάνω στην εξέλιξη των πραγμάτων. Υπό την έννοια αυτή, κινούμενος αριστοτεχνικά κάπου ανάμεσα στη Βιβλιολογία, την Ιστορία της Τέχνης, την Πολιτική Ιστορία αλλά και την Ιστορία των Ιδεών, ο Γιάννης Κόκκωνας καταφέρνει όχι απλώς να μην προδώσει το θέμα του, αλλά να δώσει στον μέσο αναγνώστη, όπως συνηθίζουμε να λέμε, σημαντική «τροφή για σκέψη».
Το βιβλίο αποτελεί προϊόν πολύχρονης έρευνας σε ιστορικά αρχεία και βιβλιοθήκες της Ελλάδας και του εξωτερικού, ωστόσο ο συγγραφέας απορρίπτει την εύκολη λύση της προσέγγισης του υλικού από αισθητική ή ευρύτερα καλλιτεχνική σκοπιά, εμμένοντας στην ερμηνεία των τομών και ψάχνοντας τα ευρύτερα αίτια που κάθε φορά οδήγησαν σε αυτές. Με άλλα λόγια, τα συμφραζόμενα εδώ τείνουν να είναι εξίσου σημαντικά με ό,τι αποτελεί το «κύριο πιάτο» του βιβλίου. Ως προς τούτο, η ίδια η δομή του βιβλίου είναι χαρακτηριστική: το βιβλίο ξεκινάει με μια παρουσίαση των προσωποποιήσεων της Ελλάδας στην αρχαία περίοδο, καθώς ήδη από τα χρόνια που ακολούθησαν τους Περσικούς Πολέμους υπήρξαν τα πρώτα σχετικά εγχειρήματα, απόρροια ενός πρωτόλειου «πατριωτισμού» που υπερέβαινε τον δεδομένο σεβασμό προς την πόλη-κράτος: πρώτος ο Αισχύλος στους Πέρσες παρουσιάζει αλληγορικά την «Ελλάδα» ως μια ανυπότακτη γυναίκα η οποία, σε αντίθεση με την Ασία, διαλύει τον περσικό ζυγό. Ηδη από την κλασική αρχαιότητα, η απόδοση της Ελλάδας ως γυναίκας και ως Μητέρας είναι δεδομένη, δημιουργώντας ένα μοντέλο που στην πορεία (καταδεικνύεται πως) θα ισχύσει για όλες τις ευρωπαϊκές (και πιθανόν μη) χώρες. Στη ρωμαϊκή περίοδο η παραπάνω εξέλιξη θα παγιωθεί και μέσω της καλλιτεχνικής ή λόγιας παραγωγής θα κληρονομηθεί στον ευρωπαϊκό Μεσαίωνα, στη διάρκεια του οποίου θα διαφυλαχθεί ως παρακαταθήκη στις βιβλιοθήκες και τα scriptoria των μεγάλων μοναστηριών.

Γυναικεία φιγούρα
Υστερα από την απαραίτητη αυτή εισαγωγή ο Γιάννης Κόκκωνας εισέρχεται στο κύριο μέρος της έρευνάς του παρουσιάζοντας την εκ νέου ανάδυση της Ελλάδας ως μιας γυναικείας φιγούρας, ανάδυση η οποία συνδέεται με μια ιδιαίτερη «στιγμή» από τη συγκρότηση της γαλλικής εθνικής ιδέας περίπου στα μέσα του δέκατου πέμπτου αιώνα: τότε, λίγο μετά την Αλωση της Κωνσταντινούπολης, ο ποιητής Ζαν Μολινέ θα προσωποποιήσει λογοτεχνικά την Ελλάδα επιχειρώντας το εγχείρημά του να αποτελέσει το έναυσμα για την πραγματοποίηση μιας σταυροφορίας η οποία θα απελευθέρωνε από τον οθωμανικό ζυγό τα κατακτημένα ελληνικά, πρώην βυζαντινά, εδάφη. Τόσο το εγχείρημα αυτό όσο και άλλα παρεμφερή που ακολούθησαν, θα υποκινήσει στη διάρκεια περίπου τεσσάρων αιώνων, μια σειρά από προσωποποιήσεις της Ελλάδας, στις οποίες ενθυλακώνεται η άποψη που είχαν οι Ευρωπαίοι κατά καιρούς για την ελληνική αρχαιότητα, ζυμωμένη μέσα στο ίδιο εκρηκτικό καζάνι που έπλασε την Αναγέννηση και τις σύγχρονες ευρωπαϊκές εθνικές συνειδήσεις: άλλοτε σεβάσμια μητέρα των Επιστημών και των Τεχνών και άλλοτε καταρρακωμένη δύστυχη γυναίκα η οποία προκαλεί τον οίκτο των Ευρωπαίων με το τραγικό της κατάστασής της, η Ελλάδα και οι προσωποποιήσεις της πρόκειται να έχουν μία εξέλιξη που θα συμβαδίσει με την ανάδυση του ενδιαφέροντος για την κλασική αρχαιότητα, του Φιλελληνισμού αργότερα και την απογείωση της εθνικής ιδέας, ιδίως από τα τέλη του δέκατου όγδοου αιώνα όταν οι ίδιοι οι κατακτημένοι θα πάρουν τη μοίρα τους στα χέρια τους. Πράγματι, από το 1797 και μέχρι την έκρηξη της Επανάστασης θα σημειωθεί όχι απλώς μία πύκνωση στις προσωποποιήσεις της Ελλάδος αλλά και μια σημαντική ποιοτική μεταβολή που εξηγεί, αλλά και εξηγείται: η δύστυχη «Μητέρα», ντροπιασμένη και ατιμασμένη από τον οθωμανικό ζυγό, απευθύνεται πια όχι στους λόγιους Ευρωπαίους και τις Μεγάλες Δυνάμεις, αλλά στα ίδια της τα «τέκνα» ζητώντας τους να την ελευθερώσουν. Η εμπνευσμένη από στίχο της Οδύσσειας φράση «έγρεο, φίλα μάτερ», δηλαδή «σήκω, αγαπημένη μητέρα» μετατρέπεται στη συνθήκη αυτή σε ένα επαναστατικό σύνθημα αναγνωρίσιμο από όσους, ουκ ολίγους πλέον, το όραμα του ξεσηκωμού συγκινεί.
Ο συγγραφέας του ωραίου αυτού βιβλίου παρακολουθεί υποδειγματικά την πορεία αυτή επισημαίνοντας τις τομές, τις συνέχειες και το ρητό ή και (συχνά) άρρητο παιχνίδι των συμβολισμών. Τούτων ρηθέντων που έλεγαν και οι παλιότεροι, το βιβλίο «Εγρεο, φίλα μάτερ», συνιστά μια σημαντική συμβολή που φωτίζει πειστικά και ολοκληρωμένα μια καθ’ όλα άγνωστη πτυχή της ελληνικής Ιστορίας, εν πολλοίς μάλιστα παραδομένη σε πλείστες παρανοήσεις, τις οποίες ο συγγραφέας πάντα με επιχειρήματα αποκαθηλώνει. Η άριστη χρήση της γλώσσας καθιστά το βιβλίο ευανάγνωστο και προσιτό στο «ευρύ κοινό», ο δε πλούτος του πραγματολογικού υλικού, η πλαισίωσή του από πλήθος σημαντικών εικόνων και φωτογραφιών και η εν γένει καλαισθησία του το καθιστούν ένα, θα λέγαμε, εκδοτικό γεγονός.

Ο Κώστας Κατσάπης (katsapius@gmail.com) είναι ιστορικός. Από τις εκδόσεις Οκτώ κυκλοφορεί τις επόμενες μέρες σε επιμέλεια του ίδιου το βιβλίο «Οι Απείθαρχοι: Κείμενα για την ιστορία της νεανικής αναίδειας τη μεταπολεμική περίοδο».