«Ο χειρότερος διευθυντής»
Τόση μάλιστα ειλικρίνεια ώστε ακόμη κι όταν την αντιλαμβάνεται ο ίδιος να μειώνει τον χρονικό ορίζοντα του «Ημερολογίου» του, προτιμά να ενεργεί προς ζημία του παρά να προσθέτει στοιχεία που σίγουρα διαθέτει, προκειμένου να κάνει το «Ημερολόγιό» του ακόμη πιο απαιτητό στο μέλλον. Χωρίς να λογαριάζει τον εαυτό του, κάθε άλλο, ως ένα είδος τιμητή και κυρίως χωρίς να κρατάει δύο μέτρα και δύο σταθμά, όσον αφορά τον εαυτό του και τους άλλους, το «Ημερολόγιο» του Χάρη Βρόντου διατηρεί, παρά την οξύτητά του, τον χαμηλόφωνο χαρακτήρα του ανθρώπου που είναι ευγνώμων προς τη ζωή για όση ευήκοη «αγορά» έχει απομείνει, ώστε η διαμαρτυρία του, το παράπονό του, η θλίψη του, αλλά και η όποια αραιή χαρά του ή αναγνώριση του έργου του να μην πέφτουν στο κενό.
Συνθέτης με πολύ σημαντικό έργο (αναφέρουμε μόνον τις όπερες «Οι δαιμονισμένοι», «Αλκιβιάδης», «Ρέκβιεμ Αχμάτοβα», «Η δίκη», «Η μεταμόρφωση», «Η επέτειος», «Τρεις όπερες τσέπης»), δεν διανοείσαι να τον αμφισβητήσεις όταν γράφει στις 2 Απριλίου του 2009 για τον Γιώργο Λούκο: «Τελικά αυτός ο Λούκος, για τον οποίο τόσα είχα ελπίσει (ότι θα μεταμορφώσει τον θεσμό) αποδείχτηκε ο χειρότερος διευθυντής στην ιστορία του Φεστιβάλ. Και τι δήλωσε; Οτι, αφού το περσινό αφιέρωμα στον Ραβέλ έκοψε μόνο 525 εισιτήρια, αποφάσισε να βγάλει την κλασική μουσική από το Ηρώδειο (sic). Κι αφού το κοινό στην Ελλάδα δεν προσέρχεται ούτε στους σταρ αυτού του είδους, αποφάσισε να δώσει το Ηρώδειο σ’ αυτούς που ελκύουν τα πλήθη. Δηλαδή στους τραγουδοποιούς! Ετσι θα ‘χουμε τους…». Καθώς αντιλαμβάνεται κανείς ακόμη κι αν ο Λούκος είχε περιλάβει τον Χάρη Βρόντο στο Φεστιβάλ με ένα του έργο, δεν θα του είχε επιφυλάξει ο τελευταίος διαφορετικού είδους μεταχείριση στο «Ημερολόγιό» του (παράδειγμα πρόχειρο ο Γιώργος Λεωτσάκος), αφού με τον δημιουργό του «Ρέκβιεμ Αχμάτοβα» ξαναθυμόμαστε μια λησμονημένη αλήθεια, πως όσο υψηλότερης μορφής είναι η μουσική –και η κάθε τέχνη –τόσο μεγαλύτερο είναι το ηθικό ανάστημα του δημιουργού της.
Γραμμένο σχεδόν μέρα με τη μέρα το «Ημερολόγιο ενός συνθέτη», επόμενο είναι η πλήρης ουσία του να συνειδητοποιείται ενώ το ημερολόγιο έχει ολοκληρωθεί ή ίσως και δημοσιευτεί (όποιο χρονικό διάστημα κι αν επέλεξε ο δημιουργός του να περιλάβει μέσα σ’ αυτό, όπως ο Βρόντος στην τριακονταετία 1982-2012) καθώς εγγραφές για τις οποίες ενδέχεται να αμφέβαλλε κι ο ίδιος, λόγω της λεπτομερειακής και συχνά κάθε άλλο παρά ενδιαφέρουσας υφής τους, χρειαζόταν να αποτελέσουν μέρος ενός συνόλου ώστε να αναδειχθούν σε πραγματικά διαμάντια. Αφού σημειωμένες άλλοτε ως ένα είδος προσωπικής αποφόρτωσης (όπως θα γινόταν σε περίπτωση μιας διαδήλωσης του ενός ανθρώπου) ή ως ένα είδος ξεκαθαρίσματος λογαριασμών με μια επαγγελματική συντεχνία, αφού, όσο και αν δεν την υπολήπτεται κανείς, είναι υποχρεωμένος να τη λάβει υπόψη του, συγγένειες, όπως έρχονται πάντα εκ των υστέρων στην επιφάνεια, ανάμεσα σε πρόσωπα και γεγονότα που ενώ διαδραματίζονταν έδειχναν άσχετα μεταξύ τους –ακόμη κι όταν το ημερολόγιο δεν αποσιώπησε απολύτως τίποτα -, μετουσιώνονται θαυμάσια σε μια μαρτυρία της εποχής τους. Καθώς το ιδιωτικό και το άγνωστο φωτίζει το δημόσιο και το γνωστό με έναν τρόπο πολύ πιο αποκαλυπτικό παρά σε σχέση με ό,τι έχει επισήμως κατατεθεί.
Γλωσσική «έκπτωση»
Ημερολόγιο ενός συνθέτη
(1982-2012)
Επιμ. Γιάννης Καλιφατίδης
Εκδ. Νεφέλη 2018, σελ. 696
Τιμή: 35 ευρώ