Συνήθως η αποτίμηση γίνεται μετά θάνατον. Αυτό δεν ισχύει μόνο για τους ανθρώπους, ισχύει και για τα έργα τους, δηλαδή και για τα κινήματα, τα ιδεολογικά ρεύματα, τις πνευματικές και καλλιτεχνικές τάσεις μιας εποχής που αφήνουν τα ίχνη τους μέσα στον χρόνο. Από αυτή την άποψη, η βιογραφία του Πάνου Γαβαλά δικαίως γράφεται τώρα, που έχει περάσει ένα διάστημα από τον θάνατό του χωρίς ακόμη να έχουν χαθεί οι μάρτυρες που τον έζησαν από κοντά. Επίσης το γεγονός ότι δεν έχει ακόμα γραφτεί μια συνολική αποτίμηση του τι σήμανε το τραγούδι στον ελληνικό πολιτισμό του 20ού αιώνα, ίσως και να είναι ελπιδοφόρο για το ίδιο το τραγούδι. Ισως, παρά τα φαινόμενα, να μην έχει πεθάνει, μπορεί η λαίλαπα της επέλασης της αισθητικής τής ευτέλειας (για την οποία μεγάλη ευθύνη έχει η ιδιωτική τηλεόραση από το ’90 και μετά), της αισθητικής του σκυλάδικου, η πρωτοκαθεδρία επίσης της εικόνας σε σχέση με την ουσία του τραγουδιού και η διάλυση της μουσικής βιομηχανίας προς όφελος πολυεθνικών εταιρειών που ελέγχουν πια το παιχνίδι μέσα από τις ιντερνετικές πλατφόρμες συνολικά σε όλο τον δυτικό κόσμο, ίσως, λέμε και πάλι, να μην έχουν εντελώς εξαφανίσει κάθε σπίθα από αυτές που έθρεψαν τη φωτιά του ελληνικού τραγουδιού του 1950 και του 1960 και που αποτέλεσαν, καλώς ή κακώς, είτε αρέσει σε κάποιον αυτό είτε όχι, ένα από τα ουσιωδέστερα στοιχεία του σύγχρονου ελληνικού πολιτισμού.
Εποχή πεθαμένη;
Βέβαια αυτό δεν μπορεί να αποτελεί δικαιολογία για τους ιστορικούς της νεότερης γενιάς, που ασχολούνται ιδιαίτερα με τη λεγόμενη «κοινωνική ιστορία». Εχει ή δεν έχει πεθάνει εκείνη η εποχή –και ιδίως ό,τι φέρει μαζί της σε επίπεδο συλλογικών νοοτροπιών και συμπεριφορών -, είναι οπωσδήποτε καιρός να σκύψει η επιστήμη πάνω στο φαινόμενο αυτό του ελληνικού τραγουδιού και να το εντάξει συστηματικότερα στα ενδιαφέροντά της. Το κάνει, αλλά νομίζουμε όχι επαρκώς. Σε αυτό μπορεί να φταίει ο τεράστιος όγκος των πληροφοριών που είναι δύσκολα διαχειρίσιμος, το πλήθος των μαρτυριών από ανθρώπους κάθε πιθανού μορφωτικού επιπέδου, οι πρόχειρες βιογραφίες, οι ακόμα ζέουσες εσωτερικές συγκρούσεις των πρωταγωνιστών. Ισως και η συναισθηματική εμπλοκή του κόσμου, που είναι καθολική, να τρομάζει και αυτή.
Το βιβλίο πάντως του δημοσιογράφου των «ΝΕΩΝ» Δημήτρη Μανιάτη «Πάνος Γαβαλάς. Μια φωνή όλο φως» (εκδ. Λιβάνη) κινείται σε μια ενδιάμεση κατεύθυνση και είναι από εκείνα –τα όχι και τόσο πολλά –που θα βοηθήσουν πράγματι τον ιστορικό που θα θελήσει στο μέλλον να καταπιαστεί με το θέμα. Γιατί ο συγγραφέας του βιβλίου έκανε μια ειλικρινή, επίπονη και εν τέλει επιτυχημένη προσπάθεια να μη μείνει στο στενό πλαίσιο μιας βιογραφίας, αλλά να τη συνδέσει με τα συλλογικά διακυβεύματα της εποχής, με τον ευρύτερο πολιτισμικό αλλά και πολιτικό χάρτη της περιόδου στην οποία έζησε και μεσουράνησε ο ιδιαίτερος αυτός τραγουδιστής. Το βιβλίο δηλαδή αυτό, με τον τρόπο που είναι γραμμένο, μετατρέπεται σε μια σημαντική ψηφίδα ενός πολύ ευρύτερου θεματικά κειμένου που αναμένεται να γραφτεί.
Συλλογική εμπειρία
Και αυτό παρά τον γενικό κανόνα που θέλει τους τραγουδιστές λιγότερο διανοούμενους, λιγότερο πρωτότυπους και παρεμβατικούς στον λόγο από ό,τι είναι, θεωρητικά τουλάχιστον, συνθέτες και στιχουργοί. Η γενικότερη πολιτισμική παρουσία ενός τραγουδιστή μπορεί, στις καλύτερες βέβαια περιπτώσεις, να περικλείεται σε μια χροιά φωνής, που ενδεχομένως εμπεριέχει και κουβαλάει τεράστιο όγκο συλλογικής εμπειρίας, έστω και ασυνείδητα. Στην περίπτωση του Γαβαλά, ωστόσο, υπάρχει κάτι περισσότερο. Είναι μια στάση ζωής, είναι μια ιδιοτυπία χαρακτήρα, είναι η φράση του «ο καλλιτέχνης δεν πρέπει να αυτοδιαφημίζεται», είναι η νησιώτικη καταγωγή του, το ότι ήταν λιγομίλητος, είναι οι καινοτομίες που έφερε στη λαϊκή ορχήστρα (λ.χ. εισήγαγε το ακορντεόν), είναι οι δισκογραφικές εταιρείες που ίδρυσε ο ίδιος, είναι τα χαρακτηριστικά μαύρα κοκάλινα γυαλιά του που δεν αποχωρίζεται ποτέ (και που, όπως αποκαλύπτεται στο βιβλίο, δικαιολογούνται από μια αποκόλληση σε ατύχημα), είναι και οι (αριστερές) πολιτικές του καταβολές που ποτέ δεν τις διατυμπάνισε. Λέει όμως ένας άνθρωπος που τον γνώριζε από πολύ νέο, στο Παγκράτι όπου έμεναν:
«Ο Παναγιώτης μένει τότε στο άλλο στενό από μας. Ευμένους ο Παναγιώτης, Νεάρχου εγώ. Ο Γαβαλάς έρχεται εδώ μεγαλούτσικο παιδάκι. Στην Κατοχή δενόμαστε. Γιατί η γειτονιά όλη είναι ένα σπίτι. Το Παγκράτι είναι τότε μια εξοχική συνοικία. Ναζί δεν είχαμε. Εδώ η οργάνωση Χ ήτανε μετά τον Αγιο Αρτέμη. Δηλαδή από τη Φρύνωνος και πάνω ήμασταν αριστεροί, από κει και κάτω ήταν ένα δεξιό τμήμα. Πλατεία Πλυτά λέγεται τώρα. ΕΠΟΝ, ΕΑΜ ήταν εδώ. Αγιος Αρτέμιος, Βύρωνας, Παγκράτι, Καισαριανή». Και παρακάτω περιγράφει και πώς τους έπιασαν οι Γερμανοί, 15χρονους φιλοεαμίτες, και τους πήγαν επτά ημέρες στην οδό Μέρλιν, όπου γλίτωσαν παρά τρίχα την εκτέλεση. Γι’ αυτά πάντως ο Πάνος Γαβαλάς μιλούσε σπάνια.
Οι λεπτομέρειες
Δεν χρειαζόταν… σαρδέλες για ν’ ανοίξει ο λαιμός
Το βιβλίο περιγράφει τα πάντα για τη ζωή του Πάνου Γαβαλά, την οικογένειά του, τη μουσική του διαδρομή, λέει βέβαια πολλά για τη Ρία Κούρτη με την οποία υπήρξαν θρυλικό καλλιτεχνικό δίδυμο, για τα πάλκα, τα κέντρα διασκέδασης, για τον Γαβαλά κιθαρίστα και μπουζουξή, για τη δύσκολη σχέση του με την εταιρεία Columbia και τη σύγκρουσή του μαζί της, για τις μαρκίζες, για τις αλλαγές στη νύχτα από δεκαετία σε δεκαετία. Ο Γαβαλάς τραγουδούσε και στα πιο σικάτα μαγαζιά, και στην Εθνική Οδό. Και ήταν μαζί με τον Καζαντζίδη και τον Μπιθικώτση, και κάνα δυο ακόμα, από τις πολύ μεγάλες φωνές του ελληνικού τραγουδιού. Που δεν χρειαζόταν καν… σαρδέλα για να τραγουδήσει καλά. Οπως λέει στον Δημήτρη Μανιάτη ο ηχολήπτης Γιάννης Παπαϊωάννου: «Λένε ότι ο Πάνος Γαβαλάς και ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης τρώγανε σαρδέλες για ν’ ανοίξει ο λαιμός. Η σαρδέλα, δηλαδή το αλάτι, δημιουργεί μια υπεραιμία. Αλλοι μασούν καμία ασπιρίνη ή πίνουν ένα ποτηράκι ουίσκι. Αλλά και χωρίς σαρδέλα μια χαρά τραγουδούσε ο Γαβαλάς, μια χαρά»…
Δημήτρης Μανιάτης
Πάνος Γαβαλάς
Μια φωνή όλο φως
Εκδ. Λιβάνη, 2018, σελ. 366
Τιμή: 17 ευρώ