Γιούρι Σολεϊμεντζίδης. Ετσι μου συστήθηκε στη λαϊκή του Σαββάτου στην Κατερίνη και μου έδωσε το χέρι. Μιλούσε σπασμένα ελληνικά. Χάζευα τις φωτογραφικές μηχανές που είχε απλωμένες πάνω σε ένα πανί, αλλά πώς να αγοράσει κανείς κάτι τέτοιο από πλανόδιο. Αν είναι μούφα, κλάφ’ τα Χαράλαμπε. Την άλλη μέρα θα έχει γίνει ο τύπος καπνός. Εκανα μια βόλτα και ξαναγύρισα. Το επώνυμό του δεν το είχα συγκρατήσει κι όταν επέστρεψα τον αποκάλεσα «Γιούρι Γκαγκάριν». Εβαλε τα γέλια.
«Στην οδό Γκαγκάριν είχα το μαγαζί μου στο Βατούμι», μου είπε. Σαν να άκουσα μαγική λέξη. «Βατούμι; Εκεί γεννήθηκε η μάνα μου. Το 1937. Και οι θείοι μου νωρίτερα», του απάντησα. «Πρώτη γενιά Ρωσοποντίων. Ηρθαν στην Κατερίνη με τους διωγμούς του Στάλιν. Το 1938».
Του ζήτησα να μου μιλήσει για το δικό του ταξίδι. Ομογενής από τη Γεωργία, κοντά στα εξήντα. Ο πατέρας του και η μάνα του ήταν πρόσφυγες, επίσης, που άφησαν την Τραπεζούντα το 1918 μαζί με άλλους Ποντίους για να γλιτώσουν τις σφαγές. Ο Γιούρι ήταν φωτογράφος στην πατρίδα του. Εφτασε το 1990 στην Ελλάδα με τη γυναίκα του και την κόρη του. Οδικώς μέσω Τουρκίας με ένα Lada Niva, μοντέλο 1974. Το μισό μαγαζί του το φόρτωσε σ’ ένα τρέιλερ. Από αυτόν αγόρασα μία φωτογραφική μηχανή Zenit, ολοκαίνουργια με τη δερμάτινη μαύρη θήκη της. Δεν έκανα κανένα παζάρι. Του έδωσα όσα ζήτησε, επτά χιλιάδες δραχμές. Τον θεωρούσα συμπατριώτη μου. Τη φυσιογνωμία του την είχα ξαναδεί πολλές φορές στα πρόσωπα άλλων προσφύγων της γενέτειράς μου. Η Zenit ήταν δύσκολη μηχανή. Χειροκίνητα όλα. Το φωτόμετρό της ήταν αναξιόπιστο και γι’ αυτό έπρεπε να δουλεύει το μυαλό σου συνδυάζοντας το φως, την ταχύτητα, το διάφραγμα και την ευαισθησία του φιλμ. Εβγαζε ωραία πορτρέτα και τοπία, αρκεί να μάθαινες τα χούγια της. Το επόμενο Σάββατο ξαναβρήκα τον Γιούρι στο πόστο του για να μάθω μερικά μυστικά της. Σιγά σιγά φιλιώσαμε.
Μερικές μέρες αργότερα τον ξενάγησα σε μια περιοχή όπου έμεναν πρόσφυγες από τον Πόντο, τη Μικρά Ασία και την τέως Σοβιετική Ενωση. «Χηράδικα» την ονομάζανε επειδή εκεί πρωτοέφτασαν πολλές χήρες της Μικρασιατικής Καταστροφής. Τραβήξαμε την οδό 25ης Μαρτίου. Σταματήσαμε σ’ ένα ερειπωμένο σπίτι. «Εδώ ζούσε ένας συνονόματός σου. Γιούρα, τον λέγανε». Από τη Σαμψούντα κατάγονταν οι δικοί του και χαθήκανε όλοι στην Κατοχή και τον Εμφύλιο. Εμεινε μόνος του και τρελάθηκε. Νόμιζε ότι έβλεπε φαντάσματα κι έτρεχε σαν κυνηγημένος. Κάποιες φορές φορούσε μια φθαρμένη στολή παραλλαγής κι έβγαινε με αγέρωχο στρατιωτικό βήμα στον δρόμο. Ανθρωπο όμως δεν πείραξε ποτέ του. Λίγο παρακάτω έμενε η γιαγιά μου η Χατσάβα από την πλευρά του πατέρα μου. Κυριακή την έλεγαν, αλλά τη φώναζαν έτσι γιατί είχε πάει στα Ιεροσόλυμα. Ηρθε από την Κερασούντα το 1922. Ο πρώτος της σύζυγος χάθηκε στα Τάγματα. Την πήγανε στα Γιάννινα κι έπιασε δουλειά στο χαλατζίδικο του παππού μου, πρόσφυγας κι αυτός από τη Σπάρτη της Μικράς Ασίας. Παντρευτήκανε το 1924. Δεν του είπε ποτέ για τον πρώτο της άντρα. Το έμαθε από μια θεία της και δεν της μιλούσε για μήνες. Η επιχείρηση φαλίρισε και φύγανε στην Κατερίνη. 1929. Μείνανε στα Χηράδικα.
Ενα στενό παραπέρα έμενε η θεία Ευτυχία, δεύτερη εξαδέλφη της γιαγιάς μου. Θειάκο τη φωνάζαμε. Μαυροφορεμένη, με τσεμπέρι, μικρόσωμη, πετσί και κόκαλο όλα τα χρόνια, αεικίνητη. Είχε δυο γιους, τον Νίκο και τον Λάζο. Ο Λάζος ήταν άτυχος. Τον Δεκέμβρη του 1948 χιόνισε μισό μέτρο. Ο Λάζος, 18 χρονών, πήγε να μαζέψει ξύλα στο δάσος μαζί με το γαϊδουράκι του. Το ζώο γύρισε μόνο του. Ετρεχε η μάνα του για μήνες τρελαμένη, τον έψαχνε παντού. Ρωτά από δω, ρωτά από κει, τον είχαν ξεγραμμένο. «Τον φάγαν τα σκυλιά», έλεγε «και τον παραχώσανε!». Τρία χρόνια αργότερα πήρε ένα γράμμα του Λάζου κάπου από τη Σιβηρία. Ελεγε τα τυπικά. Tον είχαν απαγάγει οι αντάρτες και το 1949 τον πήραν μαζί τους στον εκπατρισμό. Δεν μπόρεσε να αποδράσει. Ο φόβος μεγάλος. Σκότωναν για το παραμικρό. Ατέλειωτες πορείες, έλιωσαν τα πόδια του. Αυτά τα μάθαμε πολλά χρόνια αργότερα, το 1980, όταν επαναπατρίστηκε πενηντάρης και ταλαιπωρημένος. Η μάνα του τον περίμενε. Τον είδε ασπρομάλλη. «Δεν είναι αυτός ο γιος μου, ποιος είναι αυτός;» είπε. Η γριά άρχισε να σαλεύει. Καρτερούσε ακόμη να γυρίσει το παιδί της. Δυο χρόνια αργότερα πέθανε από Αλτσχάιμερ. Ο Λάζος είχε επιστρέψει οριστικά μαζί με τη ρωσίδα γυναίκα του και τους δυο γιους του. Σε όλους τους συγγενείς έφερε δώρο από ένα σαμοβάρι. Βρήκε δουλειά ως νεκροθάφτης. Αναβε και καντήλια κι έκανε το κουμάντο του. Αυτός έθαψε τη μάνα του κι αργότερα τον μεγαλύτερο γιο του, χτυπημένο από την επάρατο. Με το γύρισμα της χιλιετίας προσβλήθηκε κι ο ίδιος από την ίδια ασθένεια της θείας Ευτυχίας. Χανότανε στους δρόμους. Σταδιακά δεν αναγνώριζε κανέναν και μιλούσε μπερδεμένα άλλοτε ρώσικα κι άλλοτε ελληνικά, ώσπου βουβάθηκε τελείως. Στα Χηράδικα έμεινε και ο Γιούρι μερικούς μήνες αργότερα. Αισθανόταν ότι ο τόπος αυτός τον έδενε με τα πατρογονικά του. Βρήκε ένα χαλαμάντουρο προσφυγικό και το ξανάφτιαξε από το μηδέν. Επιαναν τα χέρια του. Εχτιζε, έκανε μερεμέτια, υδραυλικές εργασίες, βασικά ηλεκτρολογικά και ό,τι άλλο τύχαινε. Την παλιά του δουλειά δεν την ξανάπιασε. Ηταν πολυτεχνίτης και τον καλούσαν από δω κι από κει να προσφέρει φτηνά τις υπηρεσίες του. Κάπως έτσι πέρασε η ζωή του. Αρχές του 2012 ο Γιούρι Σολεϊμεντζίδης μετοίκησε στους ουρανούς σε ηλικία 82 ετών. Την προηγούμενη μέρα αισθάνθηκε βαριά τα πόδια του κι έμεινε στο σπίτι. Ξάπλωσε νωρίς κι έφυγε αθόρυβα το βράδυ. Στην κηδεία του ήμασταν καμιά δεκαπενταριά όλοι κι όλοι. Τον θάψαμε με συνοπτικές διαδικασίες στο Κοιμητήριο της Αγίας Αικατερίνης. Καταλήξαμε ακόμα λιγότεροι για καφέ στο σπίτι της κόρης του, όπου έμενε τα τελευταία χρόνια. Πάνω στο τραπέζι του σαλονιού ήταν η μεγάλη αγάπη της ζωής του, μία Zenit με φακό MC Helios 44M-4 58MM, το ίδιο μοντέλο που μου πούλησε πριν από είκοσι τόσα χρόνια.