Γλυπτά από διάσπαρτα μέχρι πρότινος υλικά στήνονται για να φωτογραφιστούν και στη συνέχεια αποσυναρμολογούνται για να επιστρέψουν στο σημείο όπου τα εντόπισε ο φωτογράφος τους. Αυτός είναι ο τρόπος του Πέτρου Ευσταθιάδη, ο οποίος εκθέτει στην Αθήνα τις εικόνες με τις οποίες απέσπασε το σημαντικό βραβείο φωτογραφίας HSBC Αward 2018. Παράλληλα παρουσιάζει την καλλιτεχνική δουλειά του στο Διεθνές Φεστιβάλ Φωτογραφίας της Αρλ, συγκεντρωμένη στην έκδοση «Λιπαρό. Η ιστορία ενός καμένου ροδάκινου» .
Ο Πέτρος Ευσταθιάδης γεννήθηκε στην Ελλάδα του 1980 και αυτό το ηλικιακό ορόσημο αποτυπωνόταν στη δουλειά του το 2016 στην έκθεση «The Equilibrists», την οποία επιμελήθηκε το New Museum της Νέας Υόρκης σε συνεργασία με το Ιδρυμα ΔΕΣΤΕ και το Μουσείο Μπενάκη, αναδεικνύοντας τη νέα γενιά των ελλήνων καλλιτεχνών. Ο Ευσταθιάδης είχε προσελκύσει το βλέμμα των επιμελητών του αμερικανικού μουσείου με τις σεναριακές αφηγήσεις των εγκαταστάσεών του, τις οποίες ο ίδιος σκηνοθετούσε και φωτογράφιζε. Με φόντο πάντα κάποιο σημείο από τα πατρογονικά εδάφη, στο Λιπαρό του Νομού Πέλλας. Σε αυτή την περιοχή των Βαλκανίων, κάθε ημέρα εδώ και πολλές γενιές κάτοικοι του χωριού Λιπαρό ζουν καλλιεργώντας και φροντίζοντας τα καρποφόρα δέντρα τους. Η συγκομιδή των ροδάκινων καθόριζε, εκτός των άλλων, και τον ρυθμό της ζωής του πατέρα του καλλιτέχνη. Σε αυτό το παράλληλο σύμπαν ο φωτογράφος που συνεργάζεται με διεθνή έντυπα (Wallpaper, Monocle, Le Monde) και διδάσκει σεμινάρια φωτογραφίας στην Ελβετία, συνθέτει το έργο του, δημιουργώντας ένα σενάριο. Και είναι αυτό το βόρειο φως που τον εμπνέει στις φωτογραφίες του, θυμίζοντας στον θεατή τους έναν άλλο σκηνοθέτη, τον Θόδωρο Αγγελόπουλο, και την εμμονική του λατρεία σε αυτό το ιδιαίτερο φως και τη φύση της μακεδονικής περιοχής. «Ξεκινώ με μία ιστορία στο μυαλό μου και ανεβαίνω προετοιμασμένος για να κάνω την έρευνά μου. Το Λιπαρό λειτουργεί σαν ανοιχτό φωτογραφικό στούντιο. Εκεί τα βρίσκω όλα. Ομως επειδή είναι πολύ εύκολο το μάτι μου να εξοικειωθεί και να τα βλέπω όλα γραφικά, προτιμώ να κάνω σε σφιχτό χρονικό διάστημα το έργο μου. Ξεκινώ καθαρός, γίνομαι εργάτης, ανακατεύομαι στις χωματερές, ψαχουλεύω στα μέρη που μου έχουν υποδείξει οι Ρομά και τα κάνω όλα μόνος μου, έχοντας και τα μάτια των χωριανών πάνω μου να με βλέπουν σαν παράξενο τρελό. Αλλά μου αρέσει αυτή η ταλαιπωρία και η ταπείνωση».
Ο «ΠΥΡΕΤΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ». Εκεί το 2016 ξεκίνησε τη δημιουργία της σειράς «Gold Rush», που παρουσιάζεται στην Αθήνα στην γκαλερί Can στο πλαίσιο του Athens Photo Festival 2018. Το σύμπαν από εφήμερα γλυπτά και κατασκευές, τα οποία ο καλλιτέχνης συναρμολογεί και στήνει από το μηδέν, δημιουργεί την αίσθηση μιας πόλης που αναπτύσσεται γύρω από την ιδέα του γρήγορου πλούτου, συνδέοντας το Λιπαρό με τους χρυσοθήρες της Αγριας Δύσης του 19ου αιώνα στον ποταμό Γιούκον, στο Κλοντάικ του Καναδά και της Καλιφόρνιας, η ιστορία των οποίων έχει μείνει γνωστή ως Πυρετός του Χρυσού. Ο νέος χρυσός για τους κατοίκους του Λιπαρού είναι ο νέος αγωγός φυσικού αερίου που έρχεται από το Αζερμπαϊτζάν περνώντας από την Ελλάδα και διέρχεται από το χωριό. Οι αγρότες αφήνουν τα ροδάκινα και την κοπιαστική αγροτική ζωή και προκειμένου να ξεφύγουν από το οικονομικό αδιέξοδο των σύγχρονων καιρών πουλάνε τη γη τους, υπογράφοντας συμβάσεις με την εταιρεία που έχει αναλάβει το έργο.
Ο Πέτρος Ευσταθιάδης εντόπισε τα ίχνη της αλλαγής του ρυθμού ζωής στα ευτελή αντικείμενα που ως ρακοσυλλέκτης μάζεψε για να αφηγηθεί τη δική του εκδοχή, δημιουργώντας έναν αναπτυσσόμενο οικισμό με γέφυρα, τράπεζα, αγωγό ηλεκτρικού ρεύματος, κατάστημα με είδη πρώτης ανάγκης για τους κυνηγούς ευκαιριών έως θρόνους για τους τοπικούς άρχοντες και μία εκκλησία. Ωστόσο η πραγματικότητα του τόπου είναι διαφορετική από τις υποδομές του Gold Rush. Οι φωτογραφίες μιλάνε για την ψευδαίσθηση, την αυταπάτη μιας ευκαιρίας, τα απομεινάρια την επόμενη μέρα από το μεγάλο πάρτι. «Το μέρος δεν έχει αλλάξει προς το χειρότερο. Τα δέντρα είχαν σταματήσει να βγάζουν καρπούς. Και ο αγωγός δεν περνά μέσα από όλο το χωριό. Αλλωστε, όπως λέει και η μάνα μου, αυτή γη πριν από διακόσια χρόνια δεν ήταν δική μας. Κάποιοι άλλοι άνθρωποι πατούσαν πάνω της. Μόνο οι αναμνήσεις μας ανήκουν. Από τα χρόνια που καλλιεργούσαμε τα δέντρα και εμείς μεγαλώναμε εκεί όλοι μαζί».