Για πόσες συναυλίες μπορεί να ισχυριστεί κανείς ότι συμφωνεί με το σύνολο των τραγουδιών που ακούγονται; Αν δεν πρόκειται για «αμετανόητο» οπαδό που ακολουθεί τυφλά τον καλλιτέχνη στο βασίλειο και στη φυλακή του ρεπερτορίου, στη συναυλία πρέπει να συντρέχουν λόγοι σοβαροί που να κάμπτουν τις όποιες αντιρρήσεις. Η συναυλία του Ολοι μαζί μπορούμε, χθες το βράδυ στο Καλλιμάρμαρο, ήταν μία από αυτές. Το όνομα του Τσιτσάνη λειτούργησε σαν «εθνικό» ορόσημο, τα 48 τραγούδια που επιλέχθηκαν (από τον καλλιτεχνικό επιμελητή Γιώργο Νταλάρα) ταυτίζονταν με ισάριθμες αφορμές για να ανατρέξουν οι ακροατές στο συναισθηματικό τους αρχείο και οι καλλιτέχνες συμπύκνωναν το «ανακάτεμα» διαφορετικών γενιών πάνω στη σκηνή, αλλά και στις κερκίδες.
Το σήμα έδωσε σε ρόλο τελετάρχη ο Διονύσης Σαββόπουλος, ο τελευταίος μιας γενιάς που «διάβασε» τον ήχο του Τσιτσάνη για να γράψει το δικό της κεφάλαιο. Αφού αναφέρθηκε στον συνθέτη «με την έννοια του συμφιλιωτή», κάλεσε όλους τους καλλιτέχνες να τραγουδήσουν μαζί το «Μπαξέ τσιφλίκι», κομμάτι που ο Τσιτσάνης έγραψε το 1948. Ενα από τα σκηνοθετικά ευρήματα του Σταμάτη Φασουλή, ο οποίος φαντάστηκε την εικονογράφηση της συναυλίας σαν ένα μεγάλο πάλκο – αμφιθέατρο από τη χρυσή εποχή του λαϊκού τραγουδιού. Και το δεύτερο κομμάτι, πάντως, η «Ομορφη Θεσσαλονίκη», όπου ένωσαν τις φωνές τους ο Κώστας Μακεδόνας και ο Δημήτρης Μπάσης, ήταν φόρος τιμής στην πόλη που τον κατέκτησε για να την κατακτήσει κι εκείνος με τη σειρά του μουσικά και στιχουργικά (μόνο συγκίνηση μπορεί να νιώσει ο μακρινός παρατηρητής για το γεγονός ότι ορισμένα από τα λαϊκά αριστουργήματά του, όπως η «Αχάριστη», την οποία απέδωσαν λίγο πριν από το φινάλε όλοι οι ερμηνευτές, γράφτηκαν ανάμεσα στις σκοπιές του στο Τάγμα Τηλεγραφητών στο Ντεπώ).
ΔΙΦΩΝΙΕΣ ΚΑΙ ΤΡΙΦΩΝΙΕΣ. Οπως συνήθως συμβαίνει στις πολυσυλλεκτικές συναυλίες αυτού του είδους, ο κάθε ερμηνευτής και η κάθε ερμηνεύτρια ανέλαβαν στη συνέχεια από δύο έως τρία σόλο σμίγοντας παράλληλα σε διφωνίες και τριφωνίες (σήμα κατατεθέν του Τσιτσάνη, αλλά και επιβεβλημένη επιλογή από τον Γιώργο Νταλάρα, όπως είχε ήδη φανεί στο αφιέρωμα του Μεγάρου Μουσικής το 2004 στον μεγάλο μουσικοσυνθέτη). Σ’ αυτές τις διοργανώσεις, που μοιάζουν με πρόσκληση για συντεταγμένη φυγή του κοινού από την «άλλη» καθημερινότητα σε μια προσομοίωση γιορτής, λίγη σημασία έχουν οι δημοσιογραφικές ενστάσεις για τον τόνο που επιλέγει η τάδε τραγουδίστρια αλλάζοντας το πνεύμα του τραγουδιού ή το βιμπράτο του ερμηνευτή που ξεφεύγει ή τον ελαφρύ εκτροχιασμό από σεγόντο σε σεγόντο. Σημασία ώς το τέλος έχει ότι ακούστηκαν συνθέσεις μιας μουσικής ιδιοφυΐας: από το «Γλυκοχαράζουν τα βουνά» (Γιώργος Νταλάρας και Κώστας Μακεδόνας), το «Ελα όπως είσαι» (Ελένη Τσαλιγοπούλου) και «Σε τούτο το παλιόσπιτο» (που ταίριαξε στο ηχόχρωμα του Δημήτρη Μπάση) ώς «Της ταβέρνας το ρολόι» (Γιώτα Νέγκα) και «Η καρδιά σου θα γίνει χρυσή» (Ελευθερία Αρβανιτάκη).
ΓΕΝΙΕΣ ΕΡΜΗΝΕΥΤΩΝ. Σημασία επίσης είχε ότι ο «μαραθωνοδρόμος» του ελληνικού τραγουδιού Γιώργος Νταλάρας μπήκε στο Καλλιμάρμαρο έχοντας κατά νου το σμίξιμο διαφορετικών γενιών και ηλικιών κάνοντας σεγόντο και αβάντα στις νεότερες (ή, με μια άλλη ανάγνωση, στους λιγότερο «αναμενόμενους»). Εμφανίστηκε με τον Λεωνίδα Μπαλάφα στο «Οταν συμβεί στα πέριξ» (σε μια μάλλον παιγνιώδη εκδοχή του νεαρού ερμηνευτή) και με τη Μαρίνα Σάττι και τις Fones στο «Νύχτες μαγικές». Μαζί του οι «δρομείς αντοχής» Γλυκερία και Ελευθερία Αρβανιτάκη και η «τάξη» των Κώστα Μακεδόνα, Γιάννη Κότσιρα και Δημήτρη Μπάση σε συχνές εναλλαγές με την Ελεωνόρα Ζουγανέλη, τη Φωτεινή Βελεσιώτου, τη Γιώτα Νέγκα, τη Βιολέτα Ικαρη, τη Μαρίζα Ρίζου και τον Κωστή Μαραβέγια, που ανελαβε να «περάσει» σε ένα νεότερο ακροατήριο τα «Αλάνια» και το «Σερσέ λα φαμ».
Ο Χρήστος Νικολόπουλος υπενθύμισε με το σόλο μπουζούκι του ότι στάθηκε κάποτε ως μαθητής στο μεταίχμιο δύο κόσμων που άλλαζαν σκυτάλη, ενώ η παιδική χορωδία του Σπύρου Λάμπρου απέδωσε τα «Καβουράκια» σε μια ημιθεατρική σύμπραξη με τον Λεωνίδα Μπαλάφα. Ακόμη και μέσα στο ασφυκτικό κοστούμι της «θεσμικής» πρόζας, τέλος, ο Γρηγόρης Βαλτινός περιέγραψε το αποτύπωμα του συνθέτη – «απάλλαξε το τραγούδι από οτιδήποτε φτηνό και έφτιαξε τον δικό του πολιτισμό».
ΤΟ ΦΙΝΑΛΕ. Ηταν μια συναυλία το τέλος της οποίας το γνωρίζαμε από πριν. Η «Συννεφιασμένη Κυριακή» τραγουδιέται εθιμικώ δικαίω στο τέλος κάθε αντίστοιχης, ως το επιστέγασμα μιας τέχνης όπου ο στίχος αντανακλά στη μουσική και αντιστρόφως. Οι κερκίδες –με πάνω από 40.000 θεατές –δεν περίμεναν και πολύ για να πάρουν τη σκυτάλη στο φινάλε τη στιγμή που συμπληρώνονταν περίπου 200 λεπτά προγράμματος.