Η αναφορά στα φαντάσματα του Μεσοπολέμου έχει γίνει του συρμού μεταξύ τόσο των πολιτικών όσο και των δημοσιογράφων και ακαδημαϊκών σχολιαστών των γεγονότων της εποχής μας. Η απρόσμενα ταχύτατη στροφή μεγάλων δυνάμεων από την παγκοσμιοποίηση προς τον προστατευτισμό, η αποσύνθεση διεθνών θεσμών που δημιουργεί δυσμενείς όρους αντιμετώπισης προβλημάτων με παγκόσμιο χαρακτήρα (όπως τα περιβαλλοντικά και οι μαζικές διασυνοριακές μετακινήσεις πληθυσμών), η διάβρωση του κράτους δικαίου σε ευρωπαϊκές χώρες, καθώς και η νέα έξαρση ενός παλαιού φαινομένου, του ρατσισμού, δίνουν λαβή για τέτοιες τοποθετήσεις. Είναι όμως πράγματι δόκιμες οι συγκρίσεις με μια εποχή από την οποία απομακρυνόμαστε με ραγδαίους ρυθμούς, κυρίως λόγω των πρόσφατων τεχνολογικών εξελίξεων και των κοινωνικών τους επιπτώσεων; Ισως θα ήταν καλό να θυμηθούμε την παρατήρηση του Κέινς, σύμφωνα με την οποία σε συνθήκες κρίσης, που από τη φύση τους παραμένουν σε μεγάλο βαθμό ακατάληπτες, προσπαθούμε να διασώσουμε τη διάνοιά μας καταφεύγοντας σε εξηγήσεις και ιδέες για τη λύση των προβλημάτων μας που στηρίζονται σε παρωχημένες θεωρίες. Τους δαίμονες που εμείς οι ίδιοι και οι κοινωνίες μας παράγουν θα μπορούσαμε όμως να τους αντιμετωπίσουμε χωρίς αναλογίες με παλαιότερες φρικιαστικές εξελίξεις.
Οσα μας συμβαίνουν δεν προέρχονται από την ανάσταση δυνάμεων του παρελθόντος. Επίσης δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι οι ίδιοι παράγοντες που παρατηρούμε στην ιστορία του Μεσοπολέμου διαμορφώνουν το πλαίσιο των σημερινών μας προβλημάτων, αλλά και αυτών που θα αντιμετωπίσουμε στο εγγύς μέλλον. Η χρησιμοποίηση συμβόλων ή ιδεολογικών σχημάτων των αυταρχικών ή ολοκληρωτικών καθεστώτων που οδήγησαν στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο από σύγχρονους νοσταλγούς περασμένων φρικαλεοτήτων, δεν θα πρέπει να εκτροχιάσει τις προσπάθειές μας να κατανοήσουμε την ιδιοτυπία των εξελίξεων. Είναι προφανές ότι πολλές φορές μας επηρεάζουν επιπλέον οι τραυματικές αναμνήσεις των ηλικιωμένων που μεταφέρονται σε επόμενες γενεές. Ο φόβος της επανάληψης δραματικών καταστάσεων μας καθηλώνει σε συγκεκριμένες κατευθύνσεις καθημερινής χρήσης της Ιστορίας. Ενας άλλος λόγος που μας οδηγεί σε απλουστευτικές συγκρίσεις μεταξύ διαφορετικών εποχών είναι οι οικονομικές εξηγήσεις κοινωνικών και πολιτικών φαινομένων. Αναμφίβολα οι οικονομικοί παράγοντες είναι καταλυτικής σημασίας. Οι κοινωνίες όμως ούτε συγκροτούνται ούτε μεταβάλλονται αποκλειστικά βάσει της επίδρασης επαναλαμβανόμενων οικονομικών διαδικασιών. Οι κοινωνικές στοχεύσεις έχουν συχνά τη δική τους λογική που διαμορφώνεται παράλληλα ή ακόμη σε αντίθεση προς την αντίληψη των οικονομικών ευκαιριών. Επίσης η υποτίμηση της κοινωνικής και πολιτικής ψυχολογίας μπορεί να μας οδηγήσει σε μονόπλευρες θεωρήσεις της πραγματικότητας. Οι εμπειρικές αναλύσεις, αλλά και οι καθημερινές εμπειρίες και οι διάχυτες πληροφορίες δείχνουν ότι το μεγαλύτερο μέρος των αντιδράσεων του κοινού δεν προέρχεται από οικονομικούς υπολογισμούς. Οι επαγγελματίες πολιτικοί γνωρίζουν πολύ καλά ότι η υποστήριξη πολιτικών παρατάξεων και πολιτικών σχεδίων προέρχεται κυρίως από συγκινήσεις που είναι άμεσα συνδεδεμένες με την κοινωνική και την πολιτική μας ταυτότητα. Θα πρέπει επομένως να δούμε εάν η σχέση προβλημάτων της ταυτότητας με την πολιτική, όπως εμφανίζεται σήμερα, έχει ομοιότητες με όσα μπορούμε να διαπιστώσουμε για την περίοδο 1920-1940.
Το πρώτο πράγμα που θα μπορούσε κανείς να παρατηρήσει είναι ότι σε αντίθεση με τον Μεσοπόλεμο, παρά τις μορφές έντονης αγανάκτησης, οι πολιτικές δυνάμεις που επενδύουν στην αμφισβήτηση του κοινοβουλευτικού καθεστώτος είναι περιθωριακές. Αντιθέτως, αυτό που φαίνεται να επικρατεί είναι μια άποψη ότι οι διεθνείς σχέσεις και ιδιαίτερα αυτές που αφορούν μόνιμες συμμαχίες, διεθνείς συμβάσεις ή ένταξη σε υπερεθνικά συστήματα, όπως η Ευρωπαϊκή Ενωση, αποβαίνουν εις βάρος της αποτελεσματικής πολιτικής συμμετοχής και των αντιπροσωπευτικών θεσμών. Επίσης οι εμπορικοί πόλεμοι που ξεκίνησαν ανοιχτά οι ένοικοι του Λευκού Οίκου και αρκετά κρυφά ορισμένοι δεξιοί λαϊκιστές στο Ηνωμένο Βασίλειο, δεν μοιάζει να προδιαγράφουν βαθύτερα θεσμικά αποτελέσματα. Υποβοηθούν βέβαια τις πολιτικές εκφράσεις όσων αντιτίθενται σε κάθε μορφή κοσμοπολιτισμού. Η πολιτική που επενδύει σε ταυτότητες, παρά την κινητοποίηση τμημάτων της εργατικής τάξης, δεν μοιάζει όμως να μπορεί να τιθασεύσει τις ισχυρές επιχειρήσεις. Οι εργάτες της Harley Davidson θεωρούν υπεύθυνη την Ευρωπαϊκή Ενωση για το γεγονός ότι η εταιρεία τους μεταφέρει μέρος της παραγωγής στο εξωτερικό για να αποφύγει τους δασμολογικούς περιορισμούς. Είναι όμως αμφίβολο εάν οι αμερικανοί συνδικαλιστές, ως οιονεί πράκτορες του προέδρου Τραμπ θα μπορέσουν να επιβάλουν επενδυτικές στρατηγικές.
Ο τρόπος με τον οποίο οι πολιτικές επενδύσεις στις κοινωνικές ταυτότητες τροφοδοτούσαν την οικονομική πολιτική ήταν διαφορετικός στον Μεσοπόλεμο. Οι δικτατορίες, κυρίως η εθνικοσοσιαλιστική, έλεγξαν τις επιχειρήσεις ταυτόχρονα με την κατάργηση των κοινοβουλευτικών θεσμών και προσανατόλισαν την οικονομία στην προετοιμασία κατακτητικών πολέμων. Αντίθετα, ο εξουσιαστικός λαϊκισμός που προέκυψε από τις πολυδιάστατες κρίσεις των αρχών του 21ου αιώνα δεν συγκλίνει στο ρητό αίτημα της κατάργησης της δημοκρατίας και την αντικατάστασή της από μια προσωποκεντρική επιθετική δικτατορία. Ο συγκεχυμένος αντικοινοβουλευτισμός συνδέεται στις περισσότερες περιπτώσεις με αιτήματα πολυφωνίας και κατακερματισμένης εκφραστικότητας. Η λογική του περιορισμού της επικοινωνίας μέσω Διαδικτύου, που δοκίμασαν ανεπιτυχώς η κινεζική ηγεσία και ο Ερντογάν, δεν φαίνεται να αποδίδει. Η υπονόμευση της δημοκρατίας μοιάζει να συντελείται χωρίς την κατάργηση των εκλογών και της πολυφωνικής δημόσιας εκφραστικότητας. Οι αποκλίνουσες και ανορθόδοξες φωνές δεν θα καταπνίγονται με τυπικές συλλήψεις, αλλά με διαδικτυακό λιντσάρισμα ή με τεχνολογίες χειραγώγησης που θα αξιοποιούν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
Τίθεται επίσης το ερώτημα εάν ο ρατσισμός λειτουργεί με τον ίδιο τρόπο όπως λειτούργησε στον ευρωπαϊκό Μεσοπόλεμο με τη γνωστή κατάληξη στο Ολοκαύτωμα. Είναι αλήθεια ότι το αίτημα του υπουργού Εσωτερικών μιας χώρας της Ευρωπαϊκής Ενωσης, του Σαλβίνι, να καταγράψει τους ιταλούς Ρομά, δημιουργεί πολύ άσχημα προαισθήματα. Ομως η παραβίαση του ιταλικού Συντάγματος δεν φαίνεται να είναι ένα απλό εγχείρημα. Οι αντιδημοκρατικές πρακτικές επομένως είναι ορατές, αλλά δεν θα πρέπει να συνδέονται με ευκολία με τα συμβολικά συστήματα των δικτατόρων του παρελθόντος. Εστιάζοντας την προσοχή μας στην απειλητική παρουσία όσων περιφέρουν φασιστικά σύμβολα, παραγνωρίζουμε τα φαινόμενα που είναι πολύ πιο κοντά στην καθημερινότητά μας. Πράγματι είναι πιθανόν να ζήσουμε διολισθήσεις σε πρωτόγνωρες καταστάσεις για τα μέτρα της μεταπολεμικής Δυτικής Ευρώπης. Η αδιαφανής διαχείριση των περιθωρίων ελεύθερης έκφρασης σε συνδυασμό με μορφές ασύδοτης εξουσίας προβάλλει όμως ως η πιο πιθανή προοπτική. Δεν μας είναι ακόμη σαφές, ούτε το πώς θα αναλύσουμε τις νέες εξελίξεις ούτε το πώς θα πρέπει να σκεφτόμαστε από τη σκοπιά ενός κοινωνικά προσανατολισμένου πολιτικού φιλελευθερισμού. Η προσκόλληση όμως σε παλιές θεωρίες και σε αδόκιμες ιστορικές αναλογίες ίσως μας εμποδίσει να δούμε πιο καθαρά την ουσία των νέων φαινομένων.
Ο Αλέξανδρος – Ανδρέας Κύρτσης είναι καθηγητής Κοινωνιολογίας στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών