Σε υψηλούς τόνους η συζήτηση για την Ελλάδα και την έξοδο από τα μνημόνια την Τρίτη στο Ευρωκοινοβούλιο. «Να γιορτάσουμε» την 20ή Αυγούστου προτείνει ο πρόεδρος του Γιούρογκρουπ, Μάριο Σεντένο.
Ήταν μία ηχηρή «πρεμιέρα» για τον πρόεδρο του Γιούρογκρουπ, Μάριο Σεντένο κατά την πρώτη του παρουσία στην Ολομέλεια του Ευρωκοινοβουλίου στο Στρασβούργο. Χωρίς να αποσιωπά τις κοινωνικές συνέπειες της κρίσης, ο πορτογάλος πολιτικός δηλώνει ότι «η Ελλάδα γυρίζει σελίδα» και «στέκεται και πάλι στα πόδια της». Παράλληλα κάνει λόγο για «επιτυχή ολοκλήρωση των μνημονίων» και για μια καλή συμφωνία στο Γιούρογκρουπ, η οποία «καλύπτει τις δανειακές ανάγκες της Ελλάδας μέχρι το 2022».
Όσο για την 20ή Αυγούστου, ημέρα κατά την οποία ολοκληρώνεται το τρέχον πρόγραμμα, ο Μάριο Σεντένο φαίνεται ιδιαίτερα αισιόδοξος: «Η 20ή Αυγούστου είναι μία ημερομηνία που πρέπει να συγκρατήσουμε, μία μέρα που πρέπει να γιορτάσουμε» λέει. «Στη διάρκεια του προγράμματος η Ελλάδα υιοθέτησε πάνω από 450 διαρθρωτικά μέτρα. Φυσικά η εφαρμογή χρειάζεται χρόνο για να αποδώσει. Και χρειάζεται υπομονή, η οποία όμως μερικές φορές δεν υπάρχει…»
Στο στόχαστρο της Κεντροδεξιάς ο Μοσκοβισί
Στο ίδιο μήκος κύματος ο Επίτροπος Οικονομικών Υποθέσεων Πιέρ Μοσκοβισί τονίζει ότι η Ελλάδα «αλλάζει σελίδα» για να γίνει πάλι μία «φυσιολογική χώρα» στην ευρωζώνη. Επαναλαμβάνοντας τις τελευταίες δηλώσεις του στην Αθήνα ο Επίτροπος είπε ότι το προβλεπόμενο καθεστώς ενισχυμένης εποπτείας μετά τον Αύγουστο «δεν είναι τέταρτο μνημόνιο». Απηύθηνε μάλιστα και νουθεσίες: «Σε αντίθεση με αυτά που άκουσα χθες στην Αθήνα από ορισμένους πολιτικούς- οι οποίοι πρέπει να είναι προσεκτικοί σε αυτά που λένε, διότι ένας πολιτικός δεν μπορεί να στρέφεται κατά της αλήθειας- η ενισχυμένη εποπτεία δεν είναι ένα τέταρτο πρόγραμμα. Είναι ένα πλαίσιο προκειμένου να εφαρμοστούν οι εν εξελίξει μεταρρυθμίσεις», λέει στο Στρασβούργο ο Πιέρ Μοσκοβισί.
Αυτή η προσέγγιση προκάλεσε την αντίδραση του επικεφαλής των ευρωβουλευτών της Ν.Δ. Μανώλη Κεφαλογιάννη, ο οποίος μιλώντας εκ μέρους του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος ουσιαστικά κατηγόρησε τον Πιέρ Μοσκοβισί για προεκλογικές σκοπιμότητες. «Στην Αθήνα ο κ. Μοσκοβισί δεν συμπεριφέρθηκε ως αξιωματούχος της ΕΕ. Περισσότερο συμπεριφέρθηκε ως υποψήφιος του σοσιαλιστικού κόμματος για την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, διεκδικώντας τη θέση του κ. Γιούνκερ. Δεν ξέρω για ποιούς λόγους, δικούς του, υιοθέτησε με ανεπίτρεπτο τρόπο το κυβερνητικό αφήγημα για τάχα καθαρή έξοδο από τα μνημόνια, όπως μας είπε και σήμερα. Αντίθετα ο κ.Τσίπρας έχει δεσμευθεί για νέα, επαχθή μέτρα για τα επόμενα χρόνια», ανέφερε ο Μανώλης Κεφαλογιάννης. Στη δευτερολογία του ο Επίτροπος επανήλθε για να υπενθυμίσει ότι «συνεργάστηκε με όλες τις ελληνικές κυβερνήσεις» αν και είχε «κάποια προβλήματα με τον κ.Βαρουφάκη».
Πάντως ο αυστριακός ευρωβουλευτής της Κεντροδεξιάς Ότμαρ Κάρας παραδέχεται ότι «καμία χώρα του ΟΟΣΑ δεν έχει υλοποιήσει τόσες πολλές μεταρρυθμίσεις μέσα σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα» όσο η Ελλάδα. Από την άλλη πλευρά ο γερμανός φιλελεύθερος Βολφ Κλιντς διερωτάται: «Πώς είναι δυνατόν να λέμε ότι μία χώρα σώθηκε, όταν πριν τη διάσωση το χρέος ήταν 110% του ΑΕΠ και μετά τη διάσωση πήγε στο 180%;» Φαίνεται ότι πολλά είναι θέμα ερμηνείας. Και η ερμηνεία που δίνει ο αντιπρόεδρος του Ευρωκοινοβουλίου και ευρωβουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ, Δημήτρης Παπαδημούλης, είναι η εξής: «Όσα μας ανακοίνωσαν σήμερα ο κ.Σεντένο και ο κ.Μοσκοβισί εκ μέρους του Γιούρογκρουπ και της Κομισιόν πιστοποιούν ότι η πατρίδα μου, η Ελλάδα, κάνει ένα θετικό βήμα. Νιώθουμε, όσοι συμβάλαμε σε αυτό το θετικό βήμα, ικανοποίηση. Αλλά δεν πανηγυρίζουμε, γιατί ένα μεγάλο κομμάτι του ελληνικού λαού υπέφερε πολύ και συνεχίζει να υποφέρει από τις οδυνηρές συνέπειες της χρεοκοπίας και των άγριων μνημονιακών μέτρων».
«Ναι μεν, αλλά…» για την ελληνική οικονομία
Στη δική του αποτίμηση ο ευρωβουλευτής της Ν.Δ. Γιώργος Κύρτσος λέει στην Deutsche Welle ότι η ελληνική οικονομία είναι «σε καλό δρόμο», αλλά δεν πρέπει να παραγνωρίζουμε τον «λογαριασμό των χαμένων ευκαιριών της τελευταίας τριετίας». Και ναι μεν η συνολική ευρωπαϊκή εικόνα είναι θετική, αλλά δεν πρέπει να τη συγχέουμε «με το τί ακριβώς συμβαίνει για παράδειγμα στον ελληνικό ιδιωτικό τομέα που έχει τριπλάσια φορολογία από τη γειτονική Βουλγαρία. Τί γίνεται με τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, που δεν τους δίνουν δάνεια οι τράπεζες γιατί και αυτές είναι σε δύσκολη κατάσταση. Πώς απορροφάται η ανεργία, που απορροφάται κατά 55% με θέσεις μερικής απασχόλησης. Υπάρχουν όλα αυτά τα ζητήματα που κάνουν μία δύσκολη καθημερινότητα και εμείς που συζητάμε στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο τη γενική εικόνα έχουμε έναν κίνδυνο να ξεχάσουμε τα ειδικά ζητήματα, που προσδιορίζουν και τη διάθεση της ελληνικής κοινής γνώμης».